Η λέξη "cask" αναφέρεται συνήθως σε ένα ξύλινο ή μέταλλο δοχείο, που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση και τη μεταφορά υγρών, όπως κρασί, μπίρα ή άλλα ποτά. Η συχνότητα χρήσης της λέξης μπορεί να είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε κείμενα που σχετίζονται με τη γαστρονομία ή τη βιομηχανία ποτών∙ εντούτοις, μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο στα σχετικά θέματα.
Το οινοποιείο αποθήκευσε το εκλεκτό κρασί σε δρυΐνες κασέλες για παλαίωση.
The brewer filled the casks with a new batch of ale.
Ο ζυθοποιός γέμισε τις κασέλες με μια νέα σειρά μπίρας.
The castle had a secret room filled with old casks of wine.
Η λέξη "cask" χρησιμοποιείται σε περιορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται κυρίως με τη διαδικασία παρασκευής ποτών και γαστρονομία. Παρακάτω παρατίθενται παραδείγματα σχετικών εκφράσεων:
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι υπάρχουν πολλά κρυφά πράγματα ή πληροφορίες που δεν είναι γνωστά.
To tap a cask.
Χρησιμοποιείται για να αναφέρεται στην ενέργεια του να ανοίγεις μια κασέλα για να σερβίρεις το περιεχόμενο της.
A cask of laughs.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ευχάριστη ή διασκεδαστική κατάσταση.
In the cask for aging.
Η λέξη "cask" προέρχεται από την παλαιότερη γαλλική λέξη "casque" που σημαίνει "δοχείο", και έχει ρίζες που συνδέονται με την παλαιά αγγλική γλώσσα κάνοντας τη λέξη να έχει εξέλιξη μέσα στην ιστορία.
Συνώνυμα: * βαρέλι * δοχείο * τέλμα
Αντώνυμα: * φιάλη (στον τομέα της αποθήκευσης υγρών) * κενό (σε σχέση με την υλική αξία ως δοχείο)
Η κατανόηση της λέξης "cask" μπορεί να είναι χρήσιμη σε συζητήσεις γύρω από το κρασί, τη μπύρα και άλλες γαστρονομικές θεματολογίες.