Φράση (Phrase)
/kæst ɪn ˈsɪtuː rɪnˈfɔrst ˈkɒnkriːt/
Το "cast-in-situ reinforced concrete" αναφέρεται σε σκυρόδεμα που παρασκευάζεται και χύνεται στον τόπο της κατασκευής, συνήθως με την προσθήκη οπλισμού (ενίσχυση) για να βελτιωθεί η αντοχή και η σταθερότητά του.
Χρησιμοποιείται συχνά σε οικοδομικά έργα, καθώς πολλοί τύποι κατασκευών απαιτούν τοπική παραγωγή του σκυροδέματος για την καταλληλότητα και την προσαρμογή στις ανάγκες του έργου.
Η φράση χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά και κατασκευαστικά συμφραζόμενα, και είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο.
"The cast-in-situ reinforced concrete structure was completed ahead of schedule."
«Η κατασκευή του σκυροδέματος εν κατασκευής στον τόπο ολοκληρώθηκε πριν από το χρονοδιάγραμμα.»
"Engineers prefer cast-in-situ reinforced concrete for its durability."
«Οι μηχανικοί προτιμούν το σκυρόδεμα εν κατασκευής στον τόπο λόγω της ανθεκτικότητάς του.»
"Casting-in-situ reinforced concrete allows for greater flexibility in design."
«Η κατασκευή σκυροδέματος εν κατασκευής στον τόπο επιτρέπει μεγαλύτερη ευελιξία στη σχεδίαση.»
Δεν υπάρχουν πολυάριθμες ιδιωματικές εκφράσεις που να περιλαμβάνουν τη φράση "cast-in-situ reinforced concrete", λόγω του τεχνικού χαρακτήρα της. Παρ' όλα αυτά, μπορεί να υπάρχουν σχετικές εκφράσεις που σχετίζονται με την κατασκευή και το σχεδιασμό.
"Building on solid ground with cast-in-situ reinforced concrete."
«Χτίζοντας σε γερό έδαφος με σκυρόδεμα εν κατασκευής στον τόπο.»
"Cast-in-situ reinforced concrete is key to a stable foundation."
«Το σκυρόδεμα εν κατασκευής στον τόπο είναι το κλειδί για μια σταθερή θεμελίωση.»
"Investing in cast-in-situ reinforced concrete reduces future maintenance costs."
«Η επένδυση στο σκυρόδεμα εν κατασκευής στον τόπο μειώνει τα μελλοντικά έξοδα συντήρησης.»
Η λέξη "cast" προέρχεται από τη μεσαιωνική αγγλική λέξη "casten", που σημαίνει "ρίχνω" ή "χύνω". Ο όρος "in situ" προέρχεται από τα λατινικά και σημαίνει "σ' αυτό το μέρος". Το "reinforced" προέρχεται από το "reinforce", που σημαίνει "ενισχύω", και προϋποθέτει την προσθήκη υλικών όπως ατσάλι για τη βελτίωση της αντοχής.