Catatonia είναι ουσιαστικό.
/ˌkætəˈtoʊniə/
Η λέξη catatonia μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "κατατονία".
Η κατατονία είναι μια ψυχιατρική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από σοβαρές διαταραχές στη συμπεριφορά και την κίνηση. Συχνά περιλαμβάνει υπερβολική ακινησία ή, αντίθετα, υπερκινητικότητα, καθώς και ανικανότητα να αντιδράσουν σε εξωτερικά ερεθίσματα. Η κατατονία μπορεί να παρουσιαστεί ως μέρος άλλων ψυχιατρικών διαταραχών, όπως η σκιζοφρένεια ή η μανιακή κατάθλιψη.
Η λέξη "catatonia" χρησιμοποιείται κυρίως σε ψυχιατρικά κείμενα και είναι λιγότερο κοινή στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να αναφέρεται σε κανονικές συζητήσεις για ψυχιατρικές καταστάσεις. Η συχνότητά της αυξάνεται σε κείμενα που σχετίζονται με την ψυχιατρική.
Ο ασθενής εμφάνιζε σημάδια κατατονίας κατά την αξιολόγηση.
Catatonia can often be mistaken for other psychiatric disorders.
Η κατατονία μπορεί συχνά να μπερδευτεί με άλλες ψυχιατρικές διαταραχές.
Treatment for catatonia may involve medication and therapy.
Η λέξη "catatonia" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να δηλώσει την υποδεικνυόμενη κατάσταση σε πολλές προτάσεις.
Μετά την τραυματική εμπειρία, ήταν σε κατάσταση κατατονίας για μέρες.
The sudden noise caused a brief episode of catatonia.
Ο ξαφνικός θόρυβος προκάλεσε ένα σύντομο επεισόδιο κατατονίας.
Her catatonia made it difficult to communicate effectively.
Η λέξη "catatonia" προέρχεται από τα Ελληνικά "kata-" που σημαίνει "κάτω" και "tonos" που σημαίνει "τόνος" ή "ένταση". Ο όρος αρχικά προτάθηκε από τον ψυχίατρο Emil Kraepelin στα τέλη του 19ου αιώνα.
Συνώνυμα: - Stupor (στούπα) - Immobility (ακινησία)
Αντώνυμα: - Activity (δραστηριότητα) - Agitation (αναστάτωση)