Cation είναι ουσιαστικό.
/ˈkæʃəˌn/
Ο όρος cation αναφέρεται σε ένα θετικά φορτισμένο ιόν. Δημιουργείται όταν ένα άτομο ή μια μοριακή ομάδα έχει χάσει έναν ή περισσότερους ηλεκτρόνια, αποκτώντας έτσι θετική ηλεκτρική φόρτιση.
Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικό και τεχνικό πλαίσιο, όπως στη χημεία, τη βιολογία και τη φυσική. Εμφανίζεται συχνά σε γραπτές και προφορικές αναφορές σε θέματα που αφορούν ιόντα και ηλεκτρική φόρτιση.
Το ιόν του νατρίου είναι ένα παράδειγμα κατιόντος.
In the electrolysis process, cations move toward the cathode.
Στη διαδικασία ηλεκτρόλυσης, τα κατιόντα κινούνται προς τον καθοδικό ηλεκτρόδιο.
Cations play a crucial role in biological systems.
Αν και η λέξη "cation" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, υπάρχουν κάποιες στενές συνδέσεις σε επιστημονικό πεδίο. Ωστόσο, δεν υπάρχουν κοινές φράσεις ή εκφράσεις που να περιλαμβάνουν αυτή τη λέξη.
Η λέξη "cation" προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό "κατώ" που σημαίνει "να κατεβαίνω". Το "cat-" προέρχεται από το "cata-" που σημαίνει κάτω και προστέθηκε το "-ion" για να δηλώσει μια κατηγορία ελαφρών φορτισμένων σωματιδίων.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "cation".