causa είναι ουσιαστικό (noun).
/cau̯ză/
Η λέξη causa προέρχεται από τα Λατινικά και σημαίνει "αίτιο" ή "λόγος". Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κάτι που προκαλεί ένα γεγονός ή μια κατάσταση. Αυτός ο όρος είναι συνηθισμένος σε νομικά και φιλοσοφικά συμφραζόμενα, καθώς επίσης και σε συζητήσεις για αιτίες και συνέπειες.
Η συχνότητα χρήσης του είναι μεγαλύτερη σε γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε νομικά έγγραφα, φιλοσοφικές συζητήσεις και επιστημονικά κείμενα.
The causa of the accident was determined to be human error.
Η αιτία του ατυχήματος καθορίστηκε ότι ήταν ανθρώπινο λάθος.
Understanding the causa behind climate change is essential for finding solutions.
Η κατανόηση της αιτίας πίσω από την κλιματική αλλαγή είναι απαραίτητη για την εύρεση λύσεων.
Αν και το causa δεν χρησιμοποιείται συχνά σε μορφή ιδιωματικών εκφράσεων στην καθομιλουμένη, εμφανίζεται σε δημοφιλή φράσεις και κείμενα:
"The causa celebre of our time is the fight against climate change."
Η διαβόητη αιτία της εποχής μας είναι ο αγώνας κατά της κλιματικής αλλαγής.
"Every action has its causa, and understanding this is vital."
Κάθε δράση έχει την αιτία της, και η κατανόηση αυτού είναι ζωτικής σημασίας.
"In law, a causa must always be established for a claim."
Στο δίκαιο, μια αιτία πρέπει πάντα να καθορίζεται για μια αξίωση.
Η λέξη causa προέρχεται από τα Λατινικά, όπου σημαίνει "αίτιο", "λόγος" ή "σκοπός". Χρησιμοποιείται ευρέως στη νομική και φιλοσοφική γλώσσα.
Συνώνυμα: - λόγος - αιτία
Αντώνυμα: - αποτέλεσμα - συνέπεια