Το "cement dump" είναι ουσιαστικό.
/ˈsɛmɛnt dʌmp/
"cement dump" αναφέρεται σε έναν χώρο ή διαδικασία όπου το τσιμέντο εκφορτώθηκε ή αποθηκεύεται. Συνήθως χρησιμοποιείται σε σχέση με οικοδομικά έργα και εργοτάξια όπου το τσιμέντο είναι ένα βασικό υλικό.
Η φράση "cement dump" χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά και βιομηχανικά πλαίσια, ειδικά σε γραπτές αναφορές ή αναλύσεις σχετικές με την κατασκευή και άλλες βιομηχανίες κατασκευών. Στον προφορικό λόγο είναι λιγότερο συχνή, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συζητήσεις σχετικές με έργα ή κατασκευές.
Οι εργάτες εκφόρτωσαν προσεκτικά τον τσιμεντοφόρο στο εργοτάξιο.
We need to find a way to efficiently manage the cement dump.
Χρειάζεται να βρούμε έναν τρόπο να διαχειριστούμε αποτελεσματικά τον τσιμεντοφόρο.
The cement dump was overflowing after the delivery.
Η φράση "cement dump" δεν συνδέεται συχνά με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευρύτερα σε βιομηχανικές συζητήσεις ή περιγράμματα.
Η λέξη "cement" προέρχεται από τη λατινική λέξη "caementum", που σημαίνει "πέτρες που είναι σπασμένες ή ακατέργαστες", και το "dump" προέρχεται από τη μέση Αγγλική λέξη "dumpe", που σημαίνει "να ρίχνεις ή να αφήνεις κάτι".
Συνώνυμα: - load of cement (φορτίο τσιμέντου) - concrete dump (τσιμεντοφόρος σκυροδέματος)
Αντώνυμα: - cement storage (αποθήκευση τσιμέντου) - cement supply (προμήθεια τσιμέντου)