Η φράση "cement head" είναι μια ιδιωματική έκφραση που χρησιμοποιείται κυρίως ως ουσιαστικό.
/ˈsɛmɛnt hɛd/
Η φράση "cement head" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι σκληρός, ανεπίδεκτος μάθησης ή με περιορισμένο μυαλό. Συνήθως έχει αρνητική χροιά, υποδηλώνοντας ότι το άτομο είναι δύσκολο να αλλάξει γνώμη ή να δεχτεί νέες ιδέες.
Στη γλώσσα Αγγλικά, χρησιμοποιείται κυρίως σε προφορικές συζητήσεις με μια πινελιά κωμωδίας ή αφήγησης. Αν και δεν είναι πολύ συχνά χρησιμοποιούμενη, ειδικά σε πιο επίσημα πλαίσια, εν τω μεταξύ μπορεί να βρει εφαρμογή σε ανεπίσημες συνομιλίες.
"Είναι τόσο 'cement head'; αρνείται να εξετάσει εναλλακτικές επιλογές."
"You can't talk sense to a cement head like him."
"Δεν μπορείς να μιλήσεις με λογική σε έναν 'cement head' σαν αυτόν."
"Don't be a cement head; listen to what she has to say!"
Η φράση "cement head" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στην αγγλική γλώσσα:
"Το να προσπαθείς να λογικέψεις έναν 'cement head' είναι μάταιο."
"He's got a cement head, and it's hard for him to change his views."
"Έχει 'cement head', και είναι δύσκολο για αυτόν να αλλάξει απόψεις."
"You can't expect a cement head to understand complex issues."
"Δεν μπορείς να περιμένεις έναν 'cement head' να κατανοήσει πολύπλοκα ζητήματα."
"My boss is such a cement head when it comes to new technology."
"Ο αφεντικός μου είναι πραγματικά 'cement head' όσον αφορά τις νέες τεχνολογίες."
"It's frustrating dealing with a cement head who thinks they're always right."
Η φράση "cement head" προέρχεται από την ιδέα ότι ένας άνθρωπος που έχει "κεφαλή από τσιμέντο" (δηλαδή, σκληρό, αδιάλλακτο μυαλό) είναι δύσκολο να αλλάξει ή να προσαρμοστεί. Η χρήση του τσιμέντου ως μεταφοράς υποδηλώνει σκληρότητα και ανθεκτικότητα.
Συνώνυμα: - stubborn person - blockhead - dullard
Αντώνυμα: - open-minded person - flexible thinker - intelligent individual