Το "cement" είναι ουσιαστικό, ενώ "in bulk" είναι πρόσθετη φράση που λειτουργεί ως επίρρηση ή περιφραστική έκφραση.
cement: /sɪˈmɛnt/
in bulk: /ɪn bʌlk/
Το "cement" αναφέρεται σε ένα υλικό που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση ή τη στήριξη άλλων υλικών στην οικοδομή και σε άλλες κατασκευές. Η φράση "in bulk" αναφέρεται στη διάθεση υλικών σε μεγάλες ποσότητες, συνήθως χωρίς συσκευασία. Το "cement in bulk" χρησιμοποιείται συχνά σε βιομηχανικά και κατασκευαστικά συμφραζόμενα για να αναφερθεί σε τσιμέντο που παραδίδεται ή αποθηκεύεται σε μεγάλες ποσότητες.
Η φράση χρησιμοποιείται περισσότερο στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε επαγγελματικά και τεχνικά κείμενα, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε επαγγελματικές συζητήσεις.
They ordered cement in bulk for the new construction project.
Παραγγείλαν τσιμέντο χονδρικώς για το νέο οικοδομικό έργο.
Buying cement in bulk can save a lot of money.
Η αγορά τσιμέντου σε μεγάλες ποσότητες μπορεί να εξοικονομήσει πολλά χρήματα.
We need to find a supplier who provides cement in bulk.
Χρειαζόμαστε να βρούμε προμηθευτή που παρέχει τσιμέντο σε μεγάλες ποσότητες.
Η φράση "cement in bulk" δεν είναι κοινές στα αγγλικά ως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά υπάρχουν σχετικές εκφράσεις που περιέχουν τη λέξη "cement".
Cement the deal:
This contract will cement the deal we discussed last week.
Αυτό το συμβόλαιο θα επιβεβαιώσει τη συμφωνία που συζητήσαμε την προηγούμενη εβδομάδα.
Cement one's position:
Her successful project helped to cement her position in the company.
Το επιτυχές έργο της βοήθησε να εδραιώσει τη θέση της στην εταιρεία.
Cement a relationship:
Traveling together can really cement a relationship.
Οι κοινές ταξιδιωτικές εμπειρίες μπορούν πραγματικά να εδραιώσουν μια σχέση.
Η λέξη "cement" προέρχεται από τη λατινική λέξη "caementum," που σημαίνει "κομμάτι πέτρας" ή "πέτρωμα." Στη διάρκεια του Μεσαίωνα, ο όρος αρχικά αναφερόταν στους ζωμούς που χρησιμοποιούνταν στην κατασκευή, και εξελίχθηκε για να αναφέρεται στο τσιμέντο.
Συνώνυμα: - concrete (σκυρόδεμα) - mortar (κονίαμα)
Αντώνυμα: - disband (διαλύω) - disconnect (αποσυνδέω)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τον όρο "cement in bulk".