Το "cement thickening" είναι μια φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/ˈsɛːmɛnt ˈθɪkənɪŋ/
Η φράση "cement thickening" αναφέρεται στη διαδικασία αύξησης του ιξώδους ή της πυκνότητας ενός μείγματος τσιμέντου. Χρησιμοποιείται συχνά σε κατασκευαστικές και βιομηχανικές εφαρμογές, ιδίως στην κατασκευή σκυροδέματος και στη βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου, όπου η πάχυνση του τσιμέντου μπορεί να είναι απαραίτητη για να διασφαλίσει την αντοχή και την ακεραιότητα των κατασκευών.
Η φράση χρησιμοποιείται περισσότερο σε τεχνικά και επιστημονικά κείμενα, καθώς και σε βιομηχανικές αναφορές. Δεν είναι ιδιαίτερα κοινή στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε ειδικές συζητήσεις που σχετίζονται με την κατασκευή.
Ο ανάδοχος εστιάζει στην πάχυνση τσιμέντου για να διασφαλίσει την αντοχή της κατασκευής.
Proper cement thickening can prevent leaks in underwater construction projects.
Η σωστή πάχυνση τσιμέντου μπορεί να αποτρέψει διαρροές σε υποβρύχιες κατασκευαστικές έργα.
The engineer recommended specific additives for cement thickening during the winter months.
Η φράση "cement thickening" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συσχετιστεί με κάποιες κοινές φράσεις που περιλαμβάνουν το τσιμέντο, όπως:
Αυτό το σχέδιο είναι καθορισμένο σε τσιμέντο, που σημαίνει ότι είναι τελικό και δεν μπορεί να αλλάξει.
"Cement the relationship"
Ήθελαν να ενδυναμώσουν τη σχέση τους, δουλεύοντας μαζί σε ένα έργο.
"Cement one's place"
Η λέξη "cement" προέρχεται από το λατινικό "caementum" που σημαίνει "χαλαρό πέτρωμα" ή "κόλληση". Η λέξη "thickening" προέρχεται από την παλιότερη αγγλική λέξη "thicken", που σημαίνει "να γίνει παχύς" και σχετίζεται με το γερμανικό "dicken".
Συνώνυμα: - πάχυνση - αύξηση πυκνότητας
Αντώνυμα: - αραίωση - μείωση πυκνότητας
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν έναν περιεκτικό οδηγό για την κατανόηση της φράσης "cement thickening" και της χρήσης της στην αγγλική γλώσσα.