censurable - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

censurable (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Επίθετο (Adjective)

Φωνητική μεταγραφή

/kɛnˈsjuːrəbl/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "censurable" αναφέρεται σε κάτι που είναι επιλήψιμο ή κατακριτέο, δηλαδή κάτι που μπορεί να επικριθεί ή να θεωρηθεί ακατάλληλο ή εσφαλμένο. Στην αγγλική γλώσσα χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει πράξεις ή συμπεριφορές που είναι ηθικά ή κοινωνικά απαράδεκτες. Η χρήση της είναι σχετικά τυπική και μπορεί να εμφανίζεται περισσότερο σε γραπτό λόγο, όπως σε κείμενα πολιτικής ή σε νομικά έγγραφα, παρά σε προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The manager found several censurable actions in the report.
    Ο διευθυντής βρήκε αρκετές επιλήψιμες ενέργειες στην έκθεση.

  2. His censurable behavior at the meeting raised eyebrows.
    Η κατακριτέα συμπεριφορά του στη συνεδρίαση προκάλεσε εντύπωση.

  3. Many critics argue that her decisions were censurable.
    Πολλοί κριτικοί υποστηρίζουν ότι οι αποφάσεις της ήταν κατακριτέες.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Αν και η λέξη "censurable" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, υπάρχει η δυνατότητα να ενσωματωθεί σε προτάσεις που δηλώνουν κριτική ή απαξίωση. Ακολουθούν παραδείγματα:

  1. His actions are not just questionable; they are outright censurable.
    Οι ενέργειές του δεν είναι απλώς αμφισβητήσιμες; είναι ευθέως επιλήψιμες.

  2. In the eyes of his peers, his censurable decisions led to serious consequences.
    Στα μάτια των συνομηλίκων του, οι κατακριτέες αποφάσεις του οδήγησαν σε σοβαρές συνέπειες.

  3. The organization must address the censurable practices uncovered during the audit.
    Ο οργανισμός πρέπει να ασχοληθεί με τις επιλήψιμες πρακτικές που αποκαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια της επιθεώρησης.

Ετυμολογία

Η λέξη "censurable" προέρχεται από το λατινικό "censura", που σημαίνει "κριτική" ή "επικριτική διαδικασία", και από το ρήμα "censere" που σημαίνει "εκτιμώ" ή "κριτικάρω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Blameworthy - Reprehensible - Criticizable

Αντώνυμα: - Praiseworthy - Commendable - Justifiable



25-07-2024