Η λέξη "centinormal" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): /ˌsɛntɪˈnɔrməl/
Η λέξη "centinormal" δεν έχει άμεση ελληνική μετάφραση, καθώς είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά ή τεχνικά συμφραζόμενα. Ωστόσο, μπορεί να αποδοθεί ως "κεντινόμετρο".
Η λέξη "centinormal" χρησιμοποιείται κυρίως στη χημεία για να περιγράψει μια συγκέντρωση διαλύματος που είναι 1/100 του "normal" (κανονικού) διαλύματος. Ο όρος "normal" αναφέρεται σε μία συγκέντρωση 1 mol/l του αντιδραστηρίου συνήθως.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά χαμηλή και εμφανίζεται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, όπως επιστημονικές δημοσιεύσεις και επαγγελματικές αναφορές.
The laboratory prepared a centinormal solution for the experiment.
Το εργαστήριο προετοίμασε μια κεντινόμετρη λύση για το πείραμα.
Centinormal concentrations are often used in titration processes.
Οι κεντινόμετρες συγκεντρώσεις χρησιμοποιούνται συχνά στις διαδικασίες τίτρωσης.
Had we used a centinormal solution, the reaction would have been slower.
Αν είχαμε χρησιμοποιήσει μια κεντινόμετρη λύση, η αντίδραση θα ήταν πιο αργή.
Η λέξη "centinormal" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στην αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πιο τεχνικά πλαίσια για να διευκολύνει την κατανόηση των συγκεντρώσεων:
"To achieve accurate results, we need to work with a centinormal solution."
Για να πετύχουμε ακριβή αποτελέσματα, πρέπει να δουλέψουμε με μια κεντινόμετρη λύση.
"In analytical chemistry, centinormal solutions are essential for precise measurements."
Στη αναλυτική χημεία, οι κεντινόμετρες λύσεις είναι απαραίτητες για ακριβείς μετρήσεις.
"When diluting, knowing how to create a centinormal solution is crucial."
Όταν αραιώνουμε, το να γνωρίζουμε πώς να δημιουργήσουμε μια κεντινόμετρη λύση είναι κρίσιμο.
Η λέξη "centinormal" προέρχεται από την αγγλική λέξη "centi-" που σημαίνει "ένα εκατοστό" και τη λέξη "normal" που χρησιμοποιείται στη χημεία για να περιγράψει ένα πρότυπο διάλυμα.