Ουσιαστικό
/ˈkaʊntərblæst/
Το "counterblast" αναφέρεται συνήθως σε μία έντονη αντεπίθεση, είτε σε σωματικό είτε σε ρητορικό επίπεδο. Στη γλώσσα των αγγλικών, χρησιμοποιείται κυρίως στο πλαίσιο της λογοδιάρροιας όταν κάποιος αντιτάσσεται σε ένα επιχείρημα ή μια κατηγορία.
Η συχνότητα χρήσης του είναι σχετικά μέτρια, με την τάση να χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά κείμενα, όπως άρθρα και δοκίμια, παρόλο που μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορικές συζητήσεις, κυρίως σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα.
His counterblast to the criticism was unexpected.
Η αντεπίθεσή του στην κριτική ήταν αναπάντεχη.
The author’s counterblast sparked a heated debate.
Η αντεπίθεση του συγγραφέα προκάλεσε μια έντονη συζήτηση.
During the meeting, her counterblast was both clever and effective.
Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, η αντεπίθεσή της ήταν τόσο έξυπνη όσο και αποτελεσματική.
Indicating a strong response to negative feedback.
Prepare for a counterblast
Ετοιμαστείτε για μία αντεπίθεση
Suggesting that one should brace themselves for a response.
Launch a counterblast
Ξεκινήστε μία αντεπίθεση
Η λέξη "counterblast" προέρχεται από τη σύνθεση του προθέματος "counter-", που σημαίνει "αντίθετος" ή "αντεπίθεση", και της λέξης "blast", που χρησιμοποιείται για να περιγράψει μία δυνατή ή εκρηκτική έκρηξη, όραση ή αίσθηση.
Συνώνυμα: - rebuttal - retort - response
Αντώνυμα: - acceptance - agreement - compliance