county town: Ουσιαστικό (noun)
/kˈaʊnti taʊn/
Η "county town" αναφέρεται σε μια πόλη ή έναν οικισμό που είναι η έδρα της διοίκησης μιας κομητείας. Είναι συχνά η μεγαλύτερη ή πιο σημαντική πόλη της κομητείας αυτής και έχει συνήθως δημόσιες υπηρεσίες, δικαστήρια και κυβερνητικές εγκαταστάσεις. Στη γλώσσα των αγγλόφωνων χωρών, ειδικά στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο όρος χρησιμοποιείται συχνά και είναι συνδεδεμένος με τις διοικητικές δομές.
Συχνότητα χρήσης: Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτά και επίσημα κείμενα, όπως σε διακυβερνητικές ανακοινώσεις και σε μελέτες σχετικές με διοικητικούς χάρτες. Δεν είναι πολύ συνηθισμένος στον προφορικό λόγο.
The county town is hosting the annual fair this weekend.
Η κομητιακή πόλη διοργανώνει την ετήσια έκθεση αυτό το Σαββατοκύριακο.
Many residents travel to the county town for their shopping needs.
Πολλοί κάτοικοι ταξιδεύουν στην κομητιακή πόλη για τις αγορές τους.
The county town has seen significant development in recent years.
Η κομητιακή πόλη έχει δει σημαντική ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια.
Η φράση "county town" δεν είναι τόσο κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένα πλαίσια που σχετίζονται με την τοπική πολιτική και διοίκηση.
Live in the county town, and you'll have access to better services.
Ζώντας στην κομητιακή πόλη, θα έχεις πρόσβαση σε καλύτερες υπηρεσίες.
The decisions made in the county town affect everyone in the region.
Οι αποφάσεις που λαμβάνονται στην κομητιακή πόλη επηρεάζουν όλους στην περιοχή.
Many local events are organized in the county town to foster community spirit.
Πολλά τοπικά γεγονότα οργανώνονται στην κομητιακή πόλη για να ενισχύσουν το πνεύμα της κοινότητας.
Ο όρος "county" προέρχεται από τη λατινική λέξη "comitatus," που αναφέρεται σε έναν πολιτικό τομέα ή περιφέρεια, και "town" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "tun," που σημαίνει οικισμός ή χωριό. Ο συνδυασμός των δύο όρων δηλώνει τον οικισμό που λειτουργεί ως διοικητική έδρα μιας κομητείας.
Συνώνυμα: - administrative center (διοικητικό κέντρο) - capital (πρωτεύουσα)
Αντώνυμα: - rural area (αγροτική περιοχή) - outlying village (περιφερειακό χωριό)