Covert feathers: Ο όρος αυτός είναι ουσιαστικό και αναφέρεται σε ειδικές τύπους φτερών των πτηνών.
IPA: /ˈkoʊvɜrt ˈfɛðərz/
Τα covert feathers είναι εκείνα τα φτερά που βρίσκονται κάτω από τα μεγαλύτερα φτερά (τα πρωτεύοντα και δεύτερα φτερά) στα πτηνά. Συνήθως χρησιμεύουν για να προσφέρουν μόνωση και προστασία και συχνά δεν είναι ορατά, εκτός εάν το πτηνό είναι σε κάποια άλλη στάση που ανοίγει τα φτερά του.
Συχνότητα χρήσης: Ο όρος σπάνια χρησιμοποιείται στον καθημερινό προφορικό λόγο και είναι πιο κοινός σε περιβάλλοντα επιστημονικά ή φυσιογνωμικά, ιδιαίτερα στην ορνιθολογία.
"The bird's covert feathers help to keep it warm during the winter."
(Τα καλύπτοντας φτερά του πτηνού βοηθούν στο να παραμείνει ζεστό κατά τη διάρκεια του χειμώνα.)
"Ornithologists study covert feathers to understand bird species better."
(Οι ορνιθολογοι μελετούν τα καλύπτοντας φτερά για να κατανοήσουν καλύτερα τα είδη πτηνών.)
"During the mating season, the covert feathers can change color to attract mates."
(Κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής, τα καλύπτοντας φτερά μπορούν να αλλάξουν χρώμα για να προσελκύσουν συντρόφους.)
Ο όρος "covert" μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις όπως:
"Covert operations often require careful planning."
(Οι μυστικές επιχειρήσεις συχνά απαιτούν προσεκτικό σχεδιασμό.)
"In politics, there are often covert agendas at play."
(Στην πολιτική, συχνά υπάρχουν μυστικές ατζέντες σε εξέλιξη.)
"She had a covert smile when she accepted the award."
(Είχε ένα μυστικό χαμόγελο όταν αποδέχτηκε το βραβείο.)
Ο όρος "covert" προέρχεται από την γαλλική λέξη "couvert," που σημαίνει "καλυμμένος" ή "κρυμμένος," και προέρχεται από το λατινικό "cooperire," που σημαίνει "να καλύπτει." Όσον αφορά το "feathers," προέρχεται από την αγγλοσαξονική λέξη "feðer," που σημαίνει φτερό.
Συνώνυμα: - Coverts - Shield feathers
Αντώνυμα: - Exposed feathers - Primary feathers
Αυτός ο συνδυασμός λέξεων ενσωματώνει τόσο τα βιολογικά όσο και τα γλωσσικά στοιχεία του όρου, που τον καθιστά χρήσιμο και ενδιαφέροντα στην αγγλική γλώσσα.