cowboy - ουσιαστικό
/ˈkaʊˌbɔɪ/
Ο όρος "cowboy" αναφέρεται σε έναν άνθρωπο, συχνά άντρα, που εργάζεται στην εκτροφή και φροντίδα των βοοειδών, και παραδοσιακά σχετίζεται με τον αμερικανικό Δυτικό τρόπο ζωής. Οι καουμπόηδες είναι γνωστοί για τη χρήση του άλογου, καθώς και για την ικανότητά τους να οδηγούν τα κοπάδια των ζώων. Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης σε πιο ευρύτερο πλαίσιο για να περιγράψει έναν άνθρωπο που είναι ανεξάρτητος και ανυπότακτος.
Η χρήση της λέξης είναι κοινή σε προφορική και γραπτή γλώσσα, με αρκετά συχνή εμφάνιση σε λογοτεχνία και μέσα ενημέρωσης που σχετίζονται με τον αμερικανικό Δυτικό πολιτισμό.
Ο καουμπόης ιππεύει το άλογό του στις ανοιχτές εκτάσεις.
A true cowboy knows how to manage cattle effectively.
Ένας αληθινός καουμπόης γνωρίζει πώς να διαχειρίζεται τα βοοειδή αποτελεσματικά.
In many movies, the cowboy is portrayed as a heroic figure.
Επέστρεψε στη δουλειά και προχώρα!
Lone cowboy
Είναι ένας μοναχικός καουμπόης, ποτέ δεν θέλει να εγκατασταθεί κάπου.
Cowboys and cowgirls
Η λέξη "cowboy" προέρχεται από το αγγλικό "cow" (βόδι) και "boy" (αγόρι), που χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να αναφερθεί σε νεαρούς βοσκούς που φροντίζουν την εκτροφή των βοοειδών.
Συνώνυμα: - rancher (κτηνοτρόφος) - herder (βοσκός)
Αντώνυμα: - city dweller (κάτοικος πόλης) - urbanite (πολιτισμένος, αστικός κάτοικος)