cow-boy - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

cow-boy (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

cowboy - ουσιαστικό

Φωνητική μεταγραφή

/ˈkaʊˌbɔɪ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Ο όρος "cowboy" αναφέρεται σε έναν άνθρωπο, συχνά άντρα, που εργάζεται στην εκτροφή και φροντίδα των βοοειδών, και παραδοσιακά σχετίζεται με τον αμερικανικό Δυτικό τρόπο ζωής. Οι καουμπόηδες είναι γνωστοί για τη χρήση του άλογου, καθώς και για την ικανότητά τους να οδηγούν τα κοπάδια των ζώων. Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης σε πιο ευρύτερο πλαίσιο για να περιγράψει έναν άνθρωπο που είναι ανεξάρτητος και ανυπότακτος.

Η χρήση της λέξης είναι κοινή σε προφορική και γραπτή γλώσσα, με αρκετά συχνή εμφάνιση σε λογοτεχνία και μέσα ενημέρωσης που σχετίζονται με τον αμερικανικό Δυτικό πολιτισμό.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The cowboy rode his horse across the open plains.
  2. Ο καουμπόης ιππεύει το άλογό του στις ανοιχτές εκτάσεις.

  3. A true cowboy knows how to manage cattle effectively.

  4. Ένας αληθινός καουμπόης γνωρίζει πώς να διαχειρίζεται τα βοοειδή αποτελεσματικά.

  5. In many movies, the cowboy is portrayed as a heroic figure.

  6. Σε πολλές ταινίες, ο καουμπόης απεικονίζεται ως ηρωική μορφή.

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "cowboy"

  1. Cowboy up!
  2. Σημαίνει ότι πρέπει να είσαι δυνατός και να αντιμετωπίσεις τις προκλήσεις.
  3. Get back to work and cowboy up!
  4. Επέστρεψε στη δουλειά και προχώρα!

  5. Lone cowboy

  6. Αναφέρεται σε κάποιον που προτιμά να είναι μόνος και ανεξάρτητος.
  7. He’s a lone cowboy, never wanting to settle down.
  8. Είναι ένας μοναχικός καουμπόης, ποτέ δεν θέλει να εγκατασταθεί κάπου.

  9. Cowboys and cowgirls

  10. Χρησιμοποιείται για να αναφέρεται γενικά στους ανθρώπους που εργάζονται στη γεωργία και την εκτροφή.
  11. The rodeo featured both cowboys and cowgirls showing off their skills.
  12. Το ροντέο παρουσίασε τόσο καουμπόηδες όσο και καουμπόισσες που επέδειξαν τις δεξιότητές τους.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "cowboy" προέρχεται από το αγγλικό "cow" (βόδι) και "boy" (αγόρι), που χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να αναφερθεί σε νεαρούς βοσκούς που φροντίζουν την εκτροφή των βοοειδών.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - rancher (κτηνοτρόφος) - herder (βοσκός)

Αντώνυμα: - city dweller (κάτοικος πόλης) - urbanite (πολιτισμένος, αστικός κάτοικος)



25-07-2024