Ο όρος "crag" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /kræɡ/
Η λέξη "crag" αναφέρεται γενικά σε έναν απόκρημνο ή κοφτερό βράχο που συχνά βρίσκεται σε ορεινές περιοχές. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γεωγραφικά ή περιγραφικά συμφραζόμενα. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό κείμενο, όμως μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορικές συνομιλίες που σχετίζονται με τη φύση, την ορειβασία ή την αναρρίχηση.
Ο αναρριχητής χειρίστηκε προσεκτικά γύρω από τον κοφτερό βράχο για να φτάσει στην κορυφή.
The crag overlooked a beautiful valley, making it a popular spot for photographers.
Ο απόκρημνος βράχος είχε θέα σε μια όμορφη κοιλάδα, κάνοντάς τον δημοφιλή προορισμό για φωτογράφους.
We set up camp near the crag to enjoy the stunning views of the mountains.
Η λέξη "crag" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να σχηματίσει φράσεις που αναφέρονται στους βράχους και την αναρρίχηση.
Οι πεζοπόροι συχνά ονειρεύονται να αναρριχηθούν στον βράχο που δοκιμάζει τις ικανότητές τους.
Stand on the crag – "To stand on the crag means to conquer your fears."
Να στέκεσαι στον απόκρημνο βράχο σημαίνει να κατακτάς τους φόβους σου.
Sheltered by the crag – "The small village was sheltered by the crag from the strong winds."
Η λέξη "crag" προέρχεται από την Παλαιά Αγγλική λέξη "craeg," που σημαίνει βράχος ή βουνό. Η ρίζα της μπορεί να αναχθεί σε πρωτογερμανικές γλώσσες, υποδεικνύοντας την αρχαία χρήση της λέξης σχετιζόμενη με ανηφορικά εδάφη και απόκρημνους σχηματισμούς.
Συνώνυμα: - Cliff - Rock - Precipice
Αντώνυμα: - Plain - Valley - Lowland