Ουσιαστικό (noun)
/ˈkreɪniəl nɜrvz/
Οι "cranial nerves" ή "κρανιακοί νεύροι" αναφέρονται σε 12 ζεύγη νεύρων που προέρχονται άμεσα από τον εγκέφαλο και συνδέονται με την πλευρά του κρανίου. Αυτοί οι νευροί είναι υπεύθυνοι για πολλές σημαντικές λειτουργίες, όπως η κίνηση των ματιών, η όραση, η ακοή, η γεύση και οι αισθητικές αντιδράσεις στο πρόσωπο και το κεφάλι. Η χρήση τους είναι συχνή σε ιατρικά και νευρολογικά πλαίσια.
Ο όρος "cranial nerves" χρησιμοποιείται κυρίως στον γραπτό λόγο, όπως σε ιατρικά κείμενα και έρευνες, αλλά και σε προφορικό λόγο σε ιατρικές συζητήσεις.
"Οι κρανιακοί νεύροι παίζουν κρίσιμο ρόλο σε αισθητικές και κινητικές λειτουργίες."
"Doctors often assess cranial nerves during neurological examinations."
"Οι γιατροί συχνά αξιολογούν τους κρανιακούς νεύρους κατά τη διάρκεια νευρολογικών εξετάσεων."
"Damage to the cranial nerves can lead to loss of sensation."
Η φράση "cranial nerves" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν αρκετές ιατρικές και ανατομικές εκφράσεις στις οποίες μπορεί να εμπλέκονται:
"Η γνώση των λειτουργιών των κρανιακών νεύρων είναι ουσιώδης για τους φοιτητές ιατρικής."
"The cranial nerves are integral to the human nervous system."
"Οι κρανιακοί νεύροι είναι αναπόσπαστο μέρος του ανθρώπινου νευρικού συστήματος."
"Training in anatomy includes understanding the cranial nerves."
Η λέξη "cranial" προέρχεται από την λατινική λέξη "cranium", που σημαίνει "κρανίο". Ο όρος "nerves" προέρχεται από την λατινική λέξη "nervus", που σημαίνει "νεύρο". Έτσι, οι κρανιακοί νεύροι αναφέρονται στους νεύρους που προέρχονται από τον εγκέφαλο και σχετίζονται με το κρανίο.
Συνώνυμα: - Κρανιακοί νευρώνες (cranial neurons)
Αντώνυμα: - Ραχιαίοι νεύροι (spinal nerves) - αυτούς που προέρχονται από τη σπονδυλική στήλη.
Αυτό το περιεχόμενο δημιουργεί μια σαφή και ολοκληρωμένη κατανόηση για την έννοια των "cranial nerves" τόσο στην αγγλική όσο και στην ελληνική γλώσσα.