creep rupture strength - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

creep rupture strength (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η φράση "creep rupture strength" είναι ένα ουσιαστικό (noun phrase) που αναφέρεται σε μια τεχνική και μηχανική έννοια.

Φωνητική μεταγραφή

/krip rʌptʃər strɛŋkθ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η "creep rupture strength" αναφέρεται στην ικανότητα ενός υλικού να αντέχει σε παραμόρφωση (κρύπτη) και ενδεχόμενη θραύση όταν υπόκειται σε μακροχρόνια φόρτιση και θερμότητα. Αυτή η έννοια αναφέρεται συχνά στη μηχανική, της μεταλλουργίας και των υλικών.

Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά

Η φράση χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά και επιστημονικά κείμενα, ιδιαίτερα σε κλάδους που ασχολούνται με τη μηχανική και τα υλικά. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό λόγο παρά στον προφορικό.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The creep rupture strength of the alloy was tested under high temperatures.

(Η αντοχή σε ρήξη υπό κρυφή παραμόρφωση του κράματος δοκιμάστηκε υπό υψηλές θερμοκρασίες.)

  1. Engineers must consider the creep rupture strength when designing components for power plants.

(Οι μηχανικοί πρέπει να λάβουν υπόψη τους την αντοχή σε ρήξη υπό κρυφή παραμόρφωση όταν σχεδιάζουν εξαρτήματα για σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η συγκεκριμένη φράση δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να συνδυαστεί με άλλες σχετικές τεχνικές φράσεις.

Παραδείγματα ιδιωματικών εκφράσεων

  1. The failure analysis revealed a low creep rupture strength in the turbine blades.

(Η ανάλυση αποτυχίας αποκάλυψε χαμηλή αντοχή σε ρήξη υπό κρυφή παραμόρφωση στις λεπίδες της τουρμπίνας.)

  1. To ensure safety, the designers focused on enhancing the creep rupture strength of the materials used.

(Για να διασφαλίσουν την ασφάλεια, οι σχεδιαστές επικεντρώθηκαν στην ενίσχυση της αντοχής σε ρήξη υπό κρυφή παραμόρφωση των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν.)

  1. During the long-term testing, they observed unexpected variations in creep rupture strength.

(Κατά τη διάρκεια των μακροχρόνιων δοκιμών, παρατήρησαν απροσδόκητες μεταβολές στην αντοχή σε ρήξη υπό κρυφή παραμόρφωση.)

Ετυμολογία

Οι λέξεις "creep", "rupture" και "strength" προέρχονται από το παλαιό αγγλικό. - "Creep" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "creopan". - "Rupture" προέρχεται από τη λατινική λέξη "rumpere", που σημαίνει να ραγίσει ή να σχιστεί. - "Strength" προέρχεται από την αρχαία αγγλική "strength".

Συνώνυμα και Αντώνυμα



25-07-2024