Creeping barrage είναι ένα φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/ˈkriː.pɪŋ ˈbɑːr.ɪdʒ/
Creeping barrage αναφέρεται σε μια στρατηγική στρατιωτικής επίθεσης, όπου οι βολές του πυροβολικού εκτοξεύονται με τέτοιο τρόπο ώστε να προχωρούν αργά μπροστά, ακολουθώντας το προχωρημένο στρατό. Αυτή η τακτική επιτρέπει στους στρατιώτες να περιπλέκονται, καλύπτοντας την κίνηση τους και οδηγώντας σε αυξημένη πιθανότητα επιτυχίας. Χρησιμοποιείται κυρίως στη στρατιωτική γλώσσα και, παρόλο που είναι λιγότερο κοινή σε καθημερινές συζητήσεις, τη συναντά κανείς συχνά σε ιστορικά και στρατηγικά κείμενα.
Ο στρατός εξαπέλυσε μια συρρίκνωση βολής για να καλύψει την προέλασή του προς τις γραμμές του εχθρού.
During World War I, tactics like the creeping barrage were developed to reduce casualties among attacking infantry.
Κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, τακτικές όπως η συρρίκνωση βολής αναπτύχθηκαν για να μειωθούν οι θρύλοι μεταξύ των επιτιθέμενων πεζικών.
The effectiveness of a creeping barrage relies on precise timing and coordination with ground troops.
Η φράση creeping barrage δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στην καθημερινή γλώσσα. Ωστόσο, συνδέεται με στρατηγικές στην πολεμική γλώσσα. Ορισμένες στρατηγικές εκφράσεις που σχετίζονται με την έννοια είναι:
"Χρειαζόμαστε μια συρρίκνωση βολής για να ξεγελάσουμε την αντίπαλη ομάδα."
"The effectiveness of our tactics relies on the proper execution of a creeping barrage."
"Η αποτελεσματικότητα των τακτικών μας εξαρτάται από την κατάλληλη εκτέλεση μιας συρρίκνωσης βολής."
"In modern warfare, a creeping barrage can change the outcome of an entire battle."
Η φράση προέρχεται από τη συνδυαστική χρήση των λέξεων "creeping" (που σημαίνει αργά ή προοδευτικά κινώντας) και "barrage" (που αναφέρεται σε πυροβολισμό ή επίθεση). Χρησιμοποιείται κυρίως σε στρατιωτικά και πολεμικά συμφραζόμενα.
Συνώνυμα: - Rolling barrage - Concentrated fire
Αντώνυμα: - Static defense - Retreating tactics
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια πλήρη εικόνα για τη φράση creeping barrage και τον ρόλο της στη στρατιωτική γλώσσα.