"Crinotropic hormone" είναι ένα ουσιαστικό.
/krɪnəˈtrɒpɪk ˈhɔːrmoʊn/
Η "crinotropic hormone" αναφέρεται σε ορμόνες που επηρεάζουν την έκκριση άλλων ορμονών από διάφορους αδένες. Ιδιαίτερα, οι κρινωτοπικές ορμόνες αγγίζουν το σύστημα ενδοκρινών αδένων και επηρεάζουν τη λειτουργία τους στο σώμα. Χρησιμοποιούνται κυρίως στη βιολογία και ιατρική. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, καθώς συναντάται συχνά σε επιστημονικά κείμενα.
Η κρινωτοπική ορμόνη παίζει κρίσιμο ρόλο στη ρύθμιση των ενδοκρινών λειτουργιών.
Researchers are studying the effects of crinotropic hormones on growth and development.
Οι ερευνητές μελετούν τις επιπτώσεις των κρινωτοπικών ορμονών στην ανάπτυξη και εξέλιξη.
A deficiency in crinotropic hormones can lead to various hormonal disorders.
Η φράση "crinotropic hormone" δεν είναι μέρος κοινών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε επιστημονικά συμφραζόμενα.
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "crinus", το οποίο σημαίνει "τριχάκι" ή "αδένας", και το ελληνικό "τροπή", που σημαίνει "όρος" ή "στροφή".
Ορμόνη ρύθμισης έκκρισης
Αντώνυμα:
Αυτές οι κατηγορίες βοηθούν στην κατανόηση του ρόλου και της σημασίας των κρινωτοπικών ορμονών στο ανθρώπινο σώμα.