crosshead: Αναφέρεται σε μια δομή ή μηχανισμό που συνδέει ένα έμβολο με μια ράβδο ή άλλο μηχανικό εξάρτημα. Χρησιμοποιείται κυρίως σε μηχανές εσωτερικής καύσης ή άλλα μηχανικά συστήματα.
cotter: Είναι ένα μικρό εξάρτημα που χρησιμοποιείται για να κρατήσει ή να συγκρατήσει άλλα μέρη, όπως σε μηχανές ή μηχανισμούς και συχνά χρησιμοποιείται σε εφαρμογές που απαιτούν πρόσδεση.
Η φράση "crosshead cotter" χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της μηχανολογίας και είναι λιγότερο κοινή στον προφορικό λόγο, με προτίμηση σε τεχνικά γραπτά κείμενα.
Ο τεχνικός αντικατέστησε τη βίδα εγκάρσιας κεφαλής για να διασφαλίσει ότι η μηχανή λειτουργεί ομαλά.
During the repair, we inspected the crosshead cotter for any signs of wear.
Κατά τη διάρκεια της επισκευής, ελέγξαμε τη βίδα εγκάρσιας κεφαλής για τυχόν σημάδια φθοράς.
A tight fit of the crosshead cotter is essential for the performance of the machinery.
Η φράση "crosshead cotter" δεν είναι κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα λόγω της τεχνικής της φύσης. Ωστόσο, μπορούμε να εξετάσουμε άλλες εκφράσεις που συνδέονται με τη μηχανολογία:
"Το σφίξιμο της βίδας εγκάρσιας κεφαλής σημαίνει ότι εξασφαλίζουμε τη μηχανή για καλύτερη απόδοση."
"Ignoring the crosshead cotter can lead to mechanical failures."
Αντώνυμα: none (έχει πολύ συγκεκριμένη σημασία)
cotter:
Αυτές οι λέξεις χρησιμοποιούνται κυρίως σε τεχνικά και μηχανικά συμφραζόμενα.