"Crude spirit" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/krud ˈspɪrɪt/
Ο όρος "crude spirit" μπορεί να αναφέρεται σε ένα ροφημά που δεν έχει υποστεί επεξεργασία ή διύλιση, όπως είναι οι ακατέργαστες αλκοολούχες ουσίες (π.χ. μπύρα ή κρασί πριν τη ζύμωση). Στη σύγχρονη γλώσσα, μπορεί να χρησιμοποιείται για να περιγράψει και μια ωμή ή ακατέργαστη ουσία ή άποψη κάποιου.
Η συχνότητα χρήσης του όρου ποικίλει, αλλά είναι πιο συχνά συναντήσιμος σε επιστημονικά ή ακαδημαϊκά περιβάλλοντα που σχετίζονται με τη χημεία των ποτών ή τη γαστρονομία. Η χρήση του είναι συχνότερη στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
Το αποστακτήριο παράγει ένα ακατέργαστο πνεύμα από τοπικά συστατικά.
Many people believe that crude spirits can serve a medicinal purpose.
Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι τα ακατέργαστα πνεύματα μπορούν να έχουν θεραπευτική χρήση.
I prefer a refined drink over a crude spirit.
Ο όρος "crude spirit" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, μπορεί να συνδεθεί με την έννοια του "ακατέργαστου" ή "ωμού" σε διάφορες φράσεις.
Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι η ακαθαρσία ή η ωμότητα στις σκέψεις μεταφράζεται και στην ουσία.
Don't judge a crude spirit by its taste.
Ο όρος "crude" προέρχεται από τη λατινική λέξη "crudus," που σημαίνει "ωμός" ή "ακατέργαστος." Η λέξη "spirit" προέρχεται από τη λατινική "spiritus," που σημαίνει "πνοή" ή "ψυχή."