Crystal είναι ουσιαστικό (noun).
/ˈkrɪstəl/
Η λέξη "crystal" αναφέρεται σε μια στερεά ουσία που έχει μια τακτική και κανονική εσωτερική δομή στο μοριακό της επίπεδο. Χρησιμοποιείται ευρέως στην καθημερινή γλώσσα για να περιγράψει φυσικούς κρυστάλλους, όπως το άλας ή την ψαμμίτη, καθώς και για αντικείμενα όπως γυαλί ή αντικείμενα που είναι κατασκευασμένα από κρύσταλλο, π.χ. κρύσταλλοι φωτός (crystal glass).
Η χρήση της λέξης είναι συχνή και στα δύο, γραπτά και προφορικά κείμενα, αν και μπορεί να παρατηρηθεί αυξημένη χρήση σε πιο τεχνικά ή επιστημονικά συμφραζόμενα.
Ο κρύσταλλος έλαμπε έντονα στα ηλιακά φώτα.
She bought a beautiful crystal vase for the living room.
Αγόρασε ένα όμορφο κρυστάλλινο βάζο για το σαλόνι.
The scientist studied the properties of the crystal.
Η λέξη "crystal" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις στην αγγλική γλώσσα. Ακολουθούν ορισμένες από αυτές:
Οι οδηγίες ήταν καθαρές σαν κρύσταλλο.
Crystal ball - Refers to a device used in fortune telling, but also metaphorically means predicting the future.
Εύχομαι να είχα μια κρυστάλλινη σφαίρα για να δω τι θα συμβεί στη συνέχεια.
Crystal meth - A slang term for a powerful and highly addictive drug.
Η λέξη "crystal" προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό "κρύσταλλος" (krustallos) που σήμαινε "παγωμένο". Πέρασε μέσω του ελληνικού και του λατινικού "crystallum" και καθιερώθηκε στην αγγλική γλώσσα κατά τον 14ο αιώνα.
Συνώνυμα: - Gem - Stone - Quartz
Αντώνυμα: - Muddiness (θολερότητα) - Opacity (αδιαφάνεια)