Ctenoid είναι ένα επίθετο.
/ˈkɛtənɔɪd/
Η λέξη ctenoid αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο τύπο λέπιου που παρουσιάζεται σε ορισμένα ψάρια. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στη βοτανική και τη ζωολογία για να περιγράψει είδη ψαριών που διαθέτουν λέπια που έχουν μια οδοντωτή ή κτενοειδή μορφή.
Η λέξη "ctenoid" χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά κείμενα και έγγραφα που σχετίζονται με τη βιολογία, τη ζώα ή τη θαλάσσια ζωή. Εμφανίζεται λιγότερο στον προφορικό λόγο και περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε τεχνικές ή ερευνητικές αναφορές.
Οι κτενοειδείς λέπιες του ψαριού βοηθούν στη μείωση της αντίστασης κατά την κολύμβηση.
Many species of fish have ctenoid scales, which are advantageous for their habitat.
Πολλές είδη ψαριών έχουν κτενοειδείς λέπιες, οι οποίες είναι επιθυμητές για το φυσικό τους περιβάλλον.
The classification of ctenoid fish is essential for understanding aquatic ecosystems.
Η λέξη "ctenoid" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην καθημερινή γλώσσα λόγω της επιστημονικής της φύσης. Εδώ είναι μερικές προτάσεις που ενδέχεται να χρησιμοποιούν τη λέξη σε πιο εξειδικευμένα συμφραζόμενα.
Οι ερευνητές μελέτησαν τα κτενοειδή χαρακτηριστικά διαφόρων ειδών ψαριών για να εκτιμήσουν την προσαρμογή.
The ctenoid structure of the fish scales is a fascinating subject in ichthyology.
Η κτενοειδής δομή των λέπιων των ψαριών είναι ένα ενδιαφέρον θέμα στην ιχθυολογία.
Understanding the evolution of ctenoid scales can provide insights into fish diversity.
Η λέξη "ctenoid" προέρχεται από το ελληνικό "κτενός" που σημαίνει "κορώνα" ή "αυγό", αναφερόμενη στην οδοντωτή εμφανισιακή διάταξη των λέπιων.
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια ολοκληρωμένη ανασκόπηση της λέξης "ctenoid", περιλαμβάνοντας τη σημασία, τη χρήση και τα συμφραζόμενά της στην αγγλική γλώσσα.