Cultism είναι ουσιαστικό.
/ˈkʌltɪzəm/
Η λέξη cultism αναφέρεται σε ένα σύνολο χαρακτηριστικών που σχετίζονται με μια αίρεση ή μια θρησκευτική ομάδα που ασκεί έντονη επιρροή στους οπαδούς της μέσω σκληρών και μερικές φορές άκρατων πρακτικών ή διδασκαλιών. Συχνά έχει αρνητική χροιά, υποδηλώνοντας μια υπερβολική αφοσίωση σε μια ιδεολογία ή ηγέτη.
Στη γλώσσα των Αγγλικών, το "cultism" χρησιμοποιείται συνήθως σε κοινωνιολογικά, θρησκευτικά και ψυχολογικά πλαίσια. Η χρήση του είναι πιο συχνή στο γραπτό κείμενο, αλλά και σε ακαδημαϊκές συζητήσεις.
Η αύξηση του κουλτισμού στη σύγχρονη κοινωνία εγείρει αρκετά ηθικά ερωτήματα.
Experts are studying the psychological effects of cultism on individuals.
Οι ειδικοί μελετούν τις ψυχολογικές επιδράσεις του κουλτισμού στα άτομα.
Many people are wary of cultism due to its potential dangers.
Το cultism δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η έννοια μπορεί να ενσωματωθεί σε συζητήσεις για διάφορες πολιτισμικές ή κοινωνικές καταστάσεις.
Τα ΜΜΕ συχνά υπερβολίζουν τις ιστορίες που αφορούν τον κουλτισμό.
Some individuals are drawn to cultism as a means of finding community.
Ορισμένα άτομα έλκονται από τον κουλτισμό ως μέσο εύρεσης κοινότητας.
There can be a fine line between a tight-knit community and cultism.
Η λέξη cultism προέρχεται από τη γαλλική λέξη "culte", που σημαίνει "λατρεία", και το ελληνικό "ισμός", που υποδηλώνει ένα σύνολο ή μια κίνηση. Αυτή η ένωση εκφράζει τη λατρεία που ασκείται με οργανωμένο τρόπο.
Συνώνυμα: - Sectarianism (σεκταρισμός) - Religious devotion (θρησκευτική αφοσίωση)
Αντώνυμα: - Secularism (κοσμικότητα) - Rationalism (ορθολογισμός)