cultivation area: Ουσιαστικό (noun)
/ˈkʌl.tɪ.veɪ.ʃən ˈɛəriə/
Η φράση cultivation area αναφέρεται σε μια περιοχή που είναι σχεδιασμένη ή προορίζεται για καλλιέργεια φυτών ή καλλιέργειες. Συχνά χρησιμοποιείται σε γεωργικές ή περιβαλλοντικές συζητήσεις σχετικά με τη γεωργία, τις επενδύσεις στη γη ή τη διαχείριση των φυσικών πόρων. Η χρήση της είναι κοινή και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο, αν και ενδέχεται να εμφανίζεται πιο συχνά σε τεχνικά ή επιστημονικά κείμενα.
Οι αγρότες επένδυσαν σε νέα τεχνολογία για να ενισχύσουν την παραγωγικότητα της περιοχής καλλιέργειας τους.
Local authorities are planning to convert the abandoned lot into a cultivation area for community gardens.
Οι τοπικές αρχές σχεδιάζουν να μετατρέψουν τον εγκαταλελειμμένο χώρο σε περιοχή καλλιέργειας για κοινωφελείς κήπους.
The cultivation area must be properly managed to ensure sustainable farming practices.
Η φράση cultivation area δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο σχετίζεται με φράσεις που επηρεάζουν την γεωργία και την παραγωγή. Ορισμένες προτάσεις περιλαμβάνουν:
Η καλλιέργεια της περιοχής καλλιέργειας είναι ουσιαστική για υγιή καλλιέργεια.
Farmers often share tips on how to maximize their cultivation area.
Οι αγρότες συχνά μοιράζονται συμβουλές για το πώς να μεγιστοποιήσουν την περιοχή καλλιέργειας τους.
Flooding can greatly affect the productivity of the cultivation area.
Οι πλημμύρες μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά την παραγωγικότητα της περιοχής καλλιέργειας.
Effective irrigation practices are crucial for maintaining a healthy cultivation area.
Οι αποτελεσματικές πρακτικές άρδευσης είναι κρίσιμες για τη διατήρηση μιας υγιούς περιοχής καλλιέργειας.
The use of organic fertilizers has transformed our cultivation area.
Η λέξη cultivation προέρχεται από το λατινικό "cultivare" που σημαίνει "να καλλιεργώ" και το "area" προέρχεται από το λατινικό "area", που σημαίνει "χωρίς βλάστηση γη" ή "πλαίσιο". Ο συνδυασμός τους αναφέρεται στην έκταση γης που έχει καλλιεργηθεί ή προορίζεται για καλλιέργεια.