Cunning είναι ουσιαστικό και επίθετο.
/ˈkʌn.ɪŋ/
Η λέξη cunning χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι έξυπνος ή ευφυής με τρόπο που δεν είναι πάντα ειλικρινής ή ηθικός. Συχνά υποδηλώνει εφευρετικότητα και επινοητικότητα, κυρίως σε καταστάσεις που απαιτούν χειριστικότητα ή πονηριά.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορα πλαίσια, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Δεν είναι ιδιαίτερα σπάνια, αλλά η συχνότητά της μπορεί να διαφέρει ανάλογα με το περιεχόμενο της συνομιλίας ή της γραπτής επικοινωνίας.
The cunning fox outsmarted the hunters.
(Ο πονηρός αλεπούς ξεγέλασε τους κυνηγούς.)
Her cunning plan worked perfectly.
(Το δόλιο σχέδιο της λειτούργησε τέλεια.)
He had a cunning smile that made people wary.
(Είχε ένα πονηρό χαμόγελο που έκανε τους ανθρώπους να είναι επιφυλακτικοί.)
Ο όρος cunning χρησιμοποιείται επίσης σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που συνήθως αναφέρονται σε στρατηγικές ή πονηρές ενέργειες:
Cunning as a fox: Αυτή η φράση αναφέρεται σε κάποιον που είναι πολύ πονηρός ή ευφυής.
(Πονηρός όπως μια αλεπού.)
Cunning plan: Ένα σχέδιο που περιλαμβάνει πονηριά ή χειριστικότητα.
(Δόλιο σχέδιο.)
A cunning trick: Μια πονηρή ή απατηλή ιδέα ή τεχνική.
(Ένα δόλιο κόλπο.)
He devised a cunning plan to win the game.
(Εφηύρε ένα δόλιο σχέδιο για να κερδίσει το παιχνίδι.)
She always manages to find a cunning trick to avoid responsibility.
(Πάντα βρίσκει ένα πονηρό κόλπο για να αποφύγει την ευθύνη.)
They say he’s as cunning as a fox in business.
(Λένε ότι είναι πονηρός όπως μια αλεπού στις επιχειρήσεις.)
Η λέξη cunning προέρχεται από το παλαιότερο αγγλοσαξονικό cunnian, που σημαίνει "να γνωρίζεις, να είσαι ικανός". Η πρόθεση ήταν να συνδυάσει την έννοια της εξυπνάδας και της ικανότητας με την πονηριά.