Curfew: ουσιαστικό
/ˈkɜːrfjuː/
Η λέξη "curfew" αναφέρεται στον κανόνα ή την εντολή που απαιτεί από τα άτομα να είναι στα σπίτια τους ή σε κάποιο καθορισμένο μέρος κατά συγκεκριμένες ώρες, συνήθως τη νύχτα. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης ή για λόγους ασφαλείας.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Η λέξη "curfew" χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και τείνει να είναι πιο συχνή σε formal και πολιτισμικά ευαίσθητα περιβάλλοντα.
Η πόλη επιβλήθηκε από μια απαγόρευση κυκλοφορίας μετά τα επεισόδια για να διασφαλίσει τη δημόσια ασφάλεια.
Teenagers often complain about having an early curfew.
Οι έφηβοι συχνά παρα complaining για το ότι έχουν μια πρώιμη απαγόρευση κυκλοφορίας.
During the curfew, no one was allowed to be on the streets.
Η λέξη "curfew" συνδέεται συχνά με φράσεις που αφορούν περιορισμούς ή κανόνες. Ακολουθούν μερικές ιδιωματικές εκφράσεις:
Χρησιμοποιείται όταν η υποχρέωση έληξε και οι άνθρωποι μπορούν να βγουν έξω.
"Fight against the curfew."
Αναφέρεται σε διαμαρτυρίες ή αντεγκλήσεις κατά των περιορισμών.
"Curfew breaks are sometimes allowed."
Αναφέρεται σε εξαιρέσεις που επιτρέπουν να σπάνε οι κανόνες αναφορικά με την απαγόρευση.
"Establishing a curfew can be controversial."
Η λέξη "curfew" προέρχεται από την παλαιά γαλλική λέξη "couvre-feu" που σημαίνει "καλύπτει τη φωτιά" και αναφέρεται στην πρακτική κάλυψης των φαναριών τη νύχτα για να σβήσουν.
Συνώνυμα: - lockdown - restriction
Αντώνυμα: - freedom - release