Cusk eels (ουσιαστικό).
/ˈkʌsk iːlz/
Οι cusk eels αναφέρονται σε ψάρια που ανήκουν στην οικογένεια Ophidiidae. Αυτά τα ψάρια είναι γνωστά για το επιμηκυμένο σώμα τους και ζουν κυρίως σε βαθιά νερά. Καθώς ανήκουν σε ένα συγκεκριμένο οικολογικό περιβάλλον, χρησιμοποιούνται συχνά σε αλιευτικά και θαλάσσια οικοσυστήματα.
Η χρήση τους στη γλώσσα των Αγγλικών είναι κυρίως τεχνική, συναντάται περισσότερο σε γραπτές μορφές, όπως σε επιστημονικές δημοσιεύσεις ή θαλάσσιες εγκυκλοπαίδειες παρά στον προφορικό λόγο.
Cusk eels are often found in deep ocean waters.
Οι cusk eels συχνά αναφέρονται σε βαθιά νερά του ωκεανού.
Many fishermen target cusk eels during certain seasons.
Πολλοί αλιείς στοχεύουν τους cusk eels κατά τη διάρκεια ορισμένων εποχών.
The cusk eels inhabit the continental slope and deep-sea environments.
Οι cusk eels κατοικούν στην ηπειρωτική κλίση και σε βαθιά θαλάσσια περιβάλλοντα.
Η φράση cusk eels δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στα Αγγλικά. Παρ' όλα αυτά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε επιστημονικά συμφραζόμενα ή συζητήσεις σχετικά με τη θαλάσσια ζωή, όπως μπορεί να φαίνεται μέσω των παρακάτω παραδειγματικών προτάσεων:
When studying marine biology, one can't ignore the role of cusk eels in the food chain.
Όταν σπουδάζεις θαλάσσια βιολογία, δεν μπορείς να αγνοήσεις τον ρόλο των cusk eels στη τροφική αλυσίδα.
Cusk eels are becoming more popular in seafood restaurants.
Οι cusk eels γίνονται ολοένα και πιο δημοφιλείς σε εστιατόρια θαλασσινών.
Scientists are researching the breeding habits of cusk eels in their natural habitats.
Οι επιστήμονες ερευνούν τις αναπαραγωγικές συνήθειες των cusk eels στον φυσικό τους χώρο.
Η λέξη cusk πιθανώς προέρχεται από παλαιότερες ναυτικές ορολογίες που σχετίζονται με τις αντοχές και τις συμπεριφορές αυτών των ψαριών. Τα eels προέρχονται από την παλαιά αγγλική λέξη για τα φίδια.
Συνώνυμα: - Cusk - Eel
Αντώνυμα: - Ωστόσο, δεν υπάρχουν ακριβή αντίθετα ή αντώνυμα για την έννοια, καθώς οι cusk eels είναι ειδική κατηγορία θαλάσσιων οργανισμών.