Προσαρμογή ή τροποποίηση κάτι σύμφωνα με τις προσωπικές προτιμήσεις ή ανάγκες κάποιου.
Χρήση/Συχνότητα:
Το "customize" χρησιμοποιείται συχνά σε προφορική και γραπτή γλώσσα και αναφέρεται στην προσαρμογή κάτι σύμφωνα με τις προτιμήσεις κάποιου.
Ετυμολογία:
Το ρήμα "customize" προέρχεται από τις λέξεις "custom" (συνήθεια, έθιμο) και "-ize" που χρησιμοποιείται για τη δημιουργία ρημάτων με την έννοια της κάνω, δημιουργώ.
Συνώνυμα και Αντώνυμα:
Συνώνυμα: προσαρμόζω, διαμορφώνω, εξατομικεύω
Αντώνυμα: standardize (ατομοιώνω, προτυποποιώ)
Παραδείγματα:
I like to customize my clothes to reflect my personal style.
(Μου αρέσει να προσαρμόζω τα ρούχα μου για να αντικατοπτρίζουν το προσωπικό μου στυλ.)
The software allows users to customize the interface based on their preferences.
(Το λογισμικό επιτρέπει στους χρήστες να προσαρμόσουν τη διεπαφή βάσει των προτιμήσεών τους.)
Ιδιωματικές εκφράσεις:
Το "customize" δεν συνήθως χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις.
One size does not fit all, you need to customize your approach to each individual.
(Δεν υπάρχει ένα μοντέλο που να ταιριάζει σε όλους, πρέπει να προσαρμόσεις την προσέγγισή σου σε κάθε άτομο ξεχωριστά.)
The company offers a range of options to customize your order.
(Η εταιρεία προσφέρει μια σειρά επιλογών για να προσαρμόσεις την παραγγελία σου.)
Μεταφράσεις:
Προσαρμόζω/εξατομικεύω
Gerund:
Customizing
Ετυμολογία:
Το "customize" προέρχεται από τη σύνθετη λέξη "custom" και το κατάληξη "-ize".