Η φράση "cut off" λειτουργεί ως ρήμα (verb) στη γλώσσα Αγγλικά, αλλά μπορεί να έχει και τη μορφή ουσιαστικού (noun) σε ορισμένα συμφραζόμενα.
/cʌt ɒf/
Η φράση "cut off" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να σταματάς κάτι ή να το απομονώνεις. Μπορεί να αναφέρεται σε φυσικές διακοπές, όπως ένα καλώδιο ή νερό, ή σε πιο αφηρημένες έννοιες, όπως η διακοπή της επικοινωνίας ή η αποκοπή μιας σχέσης.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται συχνά και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο κοινή σε καθημερινές συζητήσεις.
Αυτή διακόπηκε κατά τη διάρκεια της συνάντησης.
The storm cut off power to the entire neighborhood.
Η καταιγίδα απομάκρυνε την ηλεκτρική ενέργεια από ολόκληρη τη γειτονιά.
He feels cut off from his friends after moving to a new city.
Η φράση "cut off" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
Ματαιώθηκαν πλήρως όταν απορρίφθηκε η πρόταση.
Cut off from communication
Μετά την αντιπαράθεση, ένιωθαν αποκομμένοι ο ένας από τον άλλο.
Cut off your nose to spite your face
Εάν παραιτηθείς από τη δουλειά σου λόγω θυμού, απλώς αποκόπτεσαι για να βλάψεις τον εαυτό σου.
Cut off the cord
Η φράση προέρχεται από τη λέξη "cut" (κόβω) και τη λέξη "off" (μακριά), που εκφράζουν την πράξη του κόβω κάτι από την κύρια ροή ή τη σύνδεση.
Συνώνυμα: - Disconnect - Detach - Sever
Αντώνυμα: - Connect - Join - Link