Η φράση "cut rate" αναφέρεται σε προϊόντα ή υπηρεσίες που προσφέρονται σε μια τιμή που είναι χαμηλότερη από την κανονική αγορά. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει προσφορές ή εκπτώσεις που είναι ευνοϊκές για τους καταναλωτές. Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε εμπορικά ή διαφημιστικά συμφραζόμενα.
Μετάφραση: "Προσφέρουν χαμηλές τιμές σε όλα τα ηλεκτρονικά αυτό το Σαββατοκύριακο."
Sentence: "Shopping at cut rate stores can save you a lot of money."
Μετάφραση: "Η αγορά από καταστήματα με εκπτώσεις μπορεί να σας εξοικονομήσει πολλά χρήματα."
Sentence: "The airline is providing cut rate tickets for early bookings."
Η φράση "cut rate" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με προσφορές και εκπτώσεις.
Μετάφραση: "Μείναμε σε ένα ξενοδοχείο με χαμηλή τιμή κατά τη διάρκεια των διακοπών μας."
Expression: "cut rate insurance"
Μετάφραση: "Επέλεξα μια πολιτική ασφάλισης με εκπτωτική τιμή για να εξοικονομήσω χρήματα στα ασφάλιστρα."
Expression: "cut rate pharmacy"
Η φράση "cut rate" προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων "cut" (κόβω) και "rate" (τιμή). Δηλώνει ότι η τιμή έχει "κοπεί" ή μειωθεί, συνήθως αναφερόμενη σε προσφορές ή εκπτώσεις.
inexpensive (φθηνός)
Αντώνυμα: