cut-leaved teasel: ουσιαστικό
/kʌt liːvd ˈtiːzəl/
Το "cut-leaved teasel" αναφέρεται σε ένα φυτό της οικογένειας Dipsacaceae, το οποίο είναι γνωστό για τα κομμένα ή οξεία φύλλα του. Το φυτό αυτό έχει συνήθως λεπτούς και αγκαθωτούς βλαστούς, και χρησιμοποιείται σε διάφορες παραδοσιακές θεραπείες, καθώς και στη βιομηχανία για την επεξεργασία υφασμάτων.
Το "cut-leaved teasel" δεν είναι μία από τις πιο συχνές λέξεις στα Αγγλικά. Χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά και βοτανολογικά κείμενα, αντί περισσότερο στον προφορικό λόγο.
Το αγκάθι με κομμένα φύλλα χρησιμοποιήθηκε για την επεξεργασία υφασμάτων στο παρελθόν.
Gardeners often plant cut-leaved teasels to attract pollinators.
Οι κηπουροί συχνά φυτεύουν αγκάθια με κομμένα φύλλα για να προσελκύσουν επικονιαστές.
The medicinal properties of cut-leaved teasel have been explored in herbal studies.
Το "cut-leaved teasel" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενο σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, η λέξη "teasel" μπορεί να σχετίζεται με κάποιες εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα, κυρίως στην επιστημονική ή βοτανολογική ορολογία. Υπάρχουν κάποιες δυνατότητες περιγραφής όπως:
Ήταν σαν ένα αγκάθι σε ένα χωράφι με μαργαρίτες.
"Some people love the prickly nature of teasels."
Κάποιοι άνθρωποι αγαπούν την αγκαθωτή φύση των αγκαθιών.
"Finding a cut-leaved teasel in the wild is a rare treat."
Η λέξη "teasel" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "tesale," και σχετίζεται με τη δράση του να αγκαθώνει ή να κοπανάει, αναφερόμενη στη χρήση του φυτού για την επεξεργασία νημάτων και υφασμάτων.
Συνώνυμα: - Dipsacus fullonum (επιστημονική ονομασία) - Teasel
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχουν άμεσα αντώτερα ή ανταγωνιζόμενα φυτά, αλλά θα μπορούσαν να αναφέρονται φυτά που είναι ομαλά ή χωρίς αγκάθια, όπως λ.χ. τα λουλούδια της κομπλέστιας.