Επίθετο
/ˌdæmnəˈtɔːri/
Η λέξη "damnatory" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που υποδηλώνει ή προκαλεί καταδίκη ή κατάρα. Συνήθως αναφέρεται σε προϊόντα ή δηλώσεις που κρίνονται αρνητικά ή απαξιωτικά. Εμφανίζεται συχνά σε νομικά και θρησκευτικά πλαίσια. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο παρά σε προφορικό.
Ο δικαστής εξέδωσε μια καταδικαστική δήλωση για τις ενέργειες του κατηγορουμένου.
Many consider the damnatory comments made by the politician as harmful to their reputation.
Η λέξη "damnatory" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συσχετιστεί με φράσεις που περιγράφουν την αρνητική έκφραση ή τις καταδίκες. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:
Τα καταδικαστικά του σχόλια άφησαν μια μόνιμη εντύπωση στο κοινό.
"In her damnatory review, she highlighted all the flaws of the novel."
Στην καταδικαστική της κριτική, ανέδειξε όλα τα ελαττώματα του μυθιστορήματος.
"The article contained damnatory evidence of the company's unethical practices."
Η λέξη "damnatory" προέρχεται από το λατινικό "damnare," που σημαίνει "να καταδικάσω", συν το αγγλικό επίθημα "-tory", που υποδηλώνει σχέση ή η ποιότητα της πράξης.
κριτικός
Αντώνυμα: