Η λέξη "damosel" είναι ουσιαστικό.
/dæməˌzɛl/
"Damosel" είναι ένας αρχαϊκός όρος, που προέρχεται από την αγγλική μεσαιωνική γλώσσα και αναφέρεται σε μια νεαρή γυναίκα ή δεσποινίδα, συχνά με κωδικοποιημένο χαρακτηρισμό της υψηλής κοινωνικής θέσης. Χρησιμοποιείται κυρίως σε λογοτεχνικά ή ιστορικά κείμενα, ωστόσο είναι σπάνια στη σύγχρονη γλώσσα. Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο παρά σε προφορικό λόγο.
Η νεαρή δεσποινίδα θαύμαζε για την ομορφιά της.
In the old tales, the damosel awaited her knight.
Στα παλιά παραμύθια, η δεσποινίδα περίμενε τον ιππότη της.
The damosel attended the royal ball wearing a magnificent gown.
Η λέξη "damosel" χρησιμοποιείται σπάνια σε σύγχρονες ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να προκύψουν κάποιες εκφράσεις που σχετίζονται με ιστορικά ή λογοτεχνικά κείμενα:
"Δεσποινίς σε κίνδυνο" είναι ένα κοινό σχήμα στη μεσαιωνική λογοτεχνία.
"The gallant knight rescued the damosel from the dragon."
"Ο γενναίος ιππότης έσωσε τη δεσποινίδα από τον δράκο."
"A dignified damosel leads the court."
Η λέξη "damosel" προέρχεται από την παλαιά γαλλική λέξη "dameisele," η οποία ετυμολογείται από το λατινικό "domina" που σημαίνει "κυρία" ή "δεσπόζουσα".
Συνώνυμα: - Maid - Young lady
Αντώνυμα: - Gentleman (σε καθαρά αναγωγική έννοια) - Old woman
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια πλήρη εικόνα γύρω από τη λέξη "damosel" και τη χρήση της στη γλώσσα.