Dangler - ουσιαστικό
/ˈdæŋɡlər/
Η λέξη "dangler" αναφέρεται συνήθως σε κάτι που κρέμεται ή που προεξέχει, είτε φυσικά (όπως ένα αντικείμενο) είτε σε σύνταξη (όπως μια φράση που δεν είναι σωστά συνδεδεμένη). Στην καθημερινή χρήση, μπορεί να αναφέρεται σε "κρεμαστό" αντικείμενο ή εναλλακτικά σε κάποιον που "κρέμεται" σε μια κατάσταση χωρίς ξεκάθαρη καθοδήγηση.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε συζητήσεις για αντικείμενα που δεν είναι σωστά τοποθετημένα ή σε περιγραφές που περιέχουν υπερβολικές ή ασαφείς προτάσεις. Δύναται να εμφανίζεται περισσότερο σε γραπτό λόγο παρά σε προφορικό.
The wire was a dangler hanging from the ceiling.
(Η καλωδίωση ήταν ένα κρεμαστό αντικείμενο που κρέμεται από την οροφή.)
He made a dangler out of some fabric and string.
(Έφτιαξε μια κρεμάστρα από ύφασμα και νήμα.)
Η λέξη "dangler" μπορεί να μην έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε ορισμένα πλαίσια που αναφέρονται σε ασαφείς περιπτώσεις ή καταστάσεις.
Don't be a dangler in life; take decisive actions!
(Μην είσαι ένας κρεμαστός στη ζωή; Πάρε αποφασιστικές δράσεις!)
The project suffered due to the dangler concepts that confused everyone.
(Το έργο επηρεάστηκε από τις ασαφείς έννοιες που μπέρδεψαν όλους.)
He's just a dangler in this company, not contributing to any progress.
(Είναι απλά ένας κρεμαστός σε αυτή την εταιρεία, χωρίς να συμβάλλει σε καμία πρόοδο.)
Η λέξη "dangler" προέρχεται από το ρήμα "dangle", που σημαίνει "να κρέμεται". Η ρίζα της προέρχεται από το παλαιότερο αγγλικό "danglen," το οποίο έχει αναφορά σε αντικείμενα που κρέμονται κάπου.
Συνώνυμα: - Hanger - Pendant - Loosely attached object
Αντώνυμα: - Stabilizer - Secure object - Fixed point