dark conductivity: φράση (noun phrase)
/dɑrk kənˌdʌkˈtɪvɪti/
Η dark conductivity αναφέρεται στην αγωγιμότητα υλικών όταν βρίσκονται σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού ή πλήρους σκοταδιού. Χρησιμοποιείται κυρίως στην ηλεκτρική και ηλεκτρονική μηχανική, καθώς και σε εφαρμογές που σχετίζονται με φωτοηλεκτρικά συστήματα ή υλικά. Η έννοια αυτή είναι πιο συχνή σε επιστημονικά και τεχνικά κείμενα παρά στην καθημερινή ομιλία.
Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό κείμενο, ειδικά σε επιστημονικά και τεχνικά πλαίσια. Εμφανίζεται σπανίως σε προφορική συζήτηση, εκτός αν οι συζητήσεις αφορούν ειδικευμένα θέματα.
Η σκοτεινή αγωγιμότητα του υλικού αυξάνεται καθώς μειώνεται η θερμοκρασία.
Researchers are measuring the dark conductivity to improve the efficiency of solar panels.
Η φράση "dark conductivity" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στην καθημερινή γλώσσα. Ωστόσο, μπορεί να συγχωνευθεί με άλλες τεχνικές φράσεις ως εξής:
Η βελτίωση της σκοτεινής αγωγιμότητας μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερη απόδοση αισθητήρων.
In photovoltaic applications, understanding dark conductivity is crucial.
Στις φωτοβολταϊκές εφαρμογές, η κατανόηση της αγωγιμότητας σε σκοτεινές συνθήκες είναι κρίσιμη.
Dark conductivity measurements reveal important properties of materials.
Η λέξη "dark" προέρχεται από την αρχαία αγγλική λέξη "deorc", που σημαίνει "χωρίς φως". Ο όρος "conductivity" προέρχεται από τη λατινική λέξη "conductus", που σημαίνει "οδηγώ" σε συνδυασμό με το "-ity", που υποδηλώνει την κατάσταση ή ποιότητα.
Αυτή είναι η ανάλυση της φράσης "dark conductivity". Αν χρειαστείτε περισσότερες πληροφορίες ή επεξηγήσεις, ενημερώστε με!