Ρήμα (συνήθως χρησιμοποιείται ως μετοχή ή ουσιαστικό).
/dɑrkənɪŋ/
Η λέξη "darkening" αναφέρεται στη διαδικασία ή στην κατάσταση του να γίνεται κάτι σκοτεινό ή λιγότερο φωτεινό. Χρησιμοποιείται ευρέως για να περιγράψει φυσικά φαινόμενα (όπως ο χρωματισμός του ουρανού) ή μεταφορικά (όπως η διάθεση κάποιου).
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται συχνά και στο προφορικό και στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο, για παράδειγμα σε λογοτεχνία ή επιστημονικά κείμενα.
Ο σκοτεινός ουρανός υπέδειξε ότι μια καταιγίδα πλησίαζε.
The darkening room made her feel uneasy.
Η λέξη "darkening" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά παρ' όλα αυτά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες φράσεις που εκφράζουν μεταφορική έννοια.
Η σκοτεινιά στη διάθεση της γιορτής ήταν αισθητή.
As the darkening thoughts consumed him, he realized he needed help.
Καθώς οι σκοτεινές σκέψεις τον κατανάλωναν, συνειδητοποίησε πως χρειαζόταν βοήθεια.
With the darkening of the day, everyone retreated indoors.
Με το σκοτάδι της μέρας, όλοι υποχώρησαν μέσα στο σπίτι.
The darkening trends in social media raise concerns about mental health.
Η λέξη "darkening" προέρχεται από το σημερινό αγγλικό "dark" (σκοτεινός), που έχει τις ρίζες του σε παλαιότερες γερμανικές γλώσσες, και η προσθήκη του "-ening" δηλώνει διαδικασία ή κατάσταση.
Συνώνυμα: - dimming - shading - clouding
Αντώνυμα: - brightening - illuminating - clarifying