Adjective
/ˈdeɪtləs/
Η λέξη "dateless" αναφέρεται σε κάτι που δεν έχει ορισμένη ημερομηνία ή ραντεβού. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται μεταφορικά για να περιγράψει κάτι που δεν έχει καθοριστεί ή που δεν έχει συμβεί σε ένα συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό λόγο και μπορεί να βρεθεί σε λογοτεχνικά κείμενα ή σε νομικά πλαίσια.
Το γεγονός είναι ακόμα χωρίς ημερομηνία, περιμένοντας μια επιβεβαίωση.
Her feelings for him seemed dateless, as if time had no meaning.
Τα αισθήματα της για αυτόν φαίνονταν άχρονα, σαν ο χρόνος να μην είχε νόημα.
We received a dateless invitation to the wedding, which puzzled us.
Η λέξη "dateless" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε προτάσεις που συσχετίζονται με τις σχέσεις ή το χρόνο:
Η αγάπη μας φαίνεται να είναι άχρονη; ξεπερνά τον χρόνο και τον χώρο.
The art piece is dateless, capturing emotions that exist outside of time.
Το έργο τέχνης είναι άχρονο, αποτυπώνοντας συναισθήματα που υπάρχουν έξω από τον χρόνο.
In a world that changes so fast, finding a dateless truth can be a challenge.
Η λέξη "dateless" προέρχεται από το αγγλικό "date" (ημερομηνία) και το επίθημα "-less", που σημαίνει "χωρίς".
Συνώνυμα: - Undefinable (μη καθορίσιμο) - Timeless (άχρονος)
Αντώνυμα: - Dated (ημερομηνία καθορισμένη) - Timed (με χρονικό περιορισμό)