Επίθετο
/ˈdɔːnt.ləs/
Η λέξη "dauntless" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που δεν τρομάζει ή δεν υποχωρεί μπροστά σε κινδύνους ή προκλήσεις. Αφορά την ατρόμητη στάση και την τόλμη. Η χρήση της είναι ποικιλόμορφη και εμφανίζεται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνά σε επίσηκα ή λογοτεχνικά συμφραζόμενα.
The dauntless hero faced the dragon without fear.
(Ο ατρόμητος ήρωας αντιμετώπισε το δράκο χωρίς φόβο.)
Her dauntless spirit inspired everyone around her to be brave.
(Το θαρραλέο πνεύμα της ενέπνευσε όλους γύρω της να είναι γενναίοι.)
In a dauntless manner, he accepted the challenge ahead.
(Με ατρόμητο τρόπο, αποδέχθηκε την πρόκληση που είχε μπροστά του.)
Η λέξη "dauntless" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που περιγράφουν τη γενναιότητα και την αντοχή.
"Dauntless in the face of adversity."
(Ατρόμητος μπροστά στη δυσφορία.)
"She showed a dauntless spirit during the crisis."
(Έδειξε θαρραλέο πνεύμα κατά την κρίση.)
"With a dauntless heart, they ventured into the unknown."
(Με ατρόμητη καρδιά, επιχείρησαν το άγνωστο.)
"His dauntless nature drove him to conquer his fears."
(Η ατρόμητη φύση του τον οδήγησε να κατακτήσει τους φόβους του.)
"They are known for their dauntless courage in battle."
(Είναι γνωστοί για την ατρόμητη γενναιότητά τους στη μάχη.)
Η λέξη "dauntless" προέρχεται από το ρήμα "daunt", που σημαίνει να τρομάξεις ή να αποθαρρύνεις, με το πρόθεμα "less" που σημαίνει "χωρίς". Έτσι, "dauntless" ουσιαστικά σημαίνει "χωρίς να τρομάξει".
Συνώνυμα: - fearless - intrepid - unflinching
Αντώνυμα: - fearful - timid - cowardly
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "dauntless", συμπεριλαμβανομένης της σημασίας της, των χρήσεων και των σχετικών ιδιωματικών εκφράσεων στην αγγλική γλώσσα.