Ίδρυμα / Φράση (τουλάχιστον προσδιορισμένη φράση που αναφέρεται σε παροχή υπηρεσιών)
/dɛɪ ˈnɜːr.sri/
Ο όρος "day nursery" αναφέρεται σε εγκατάσταση που προσφέρει φροντίδα και εκπαίδευση σε μικρά παιδιά, συνήθως ηλικίας 0-5 ετών, κατά τη διάρκεια της ημέρας, συνήθως ενώ οι γονείς τους εργάζονται. Οι βρεφονηπιακοί σταθμοί προσφέρουν εκπαιδευτικά προγράμματα και διάφορες δραστηριότητες για τα παιδιά. Ο όρος χρησιμοποιείται πιο συχνά στο γραπτό πλαίσιο, αλλά είναι επίσης κοινός στον προφορικό λόγο.
Τα παιδιά απόλαυσαν να παίζουν μαζί στον βρεφονηπιακό σταθμό.
Working parents often rely on day nurseries to help take care of their kids.
Οι εργαζόμενοι γονείς συχνά βασίζονται στους βρεφονηπιακούς σταθμούς για να βοηθήσουν στη φροντίδα των παιδιών τους.
The day nursery has a variety of educational activities for children.
Ο όρος "day nursery" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να φανεί σε περισσότερες εκφράσεις που σχετίζονται με τον τομέα της φροντίδας και εκπαίδευσης των παιδιών.
Οι δαπάνες του βρεφονηπιακού σταθμού μπορεί να είναι αρκετά υψηλές.
"Finding the right day nursery is essential for working parents."
Η εύρεση του σωστού βρεφονηπιακού σταθμού είναι ουσιώδης για τους εργαζόμενους γονείς.
"The day nursery staff is trained to handle emergencies."
Το προσωπικό του βρεφονηπιακού σταθμού είναι εκπαιδευμένο να διαχειρίζεται καταστάσεις έκτακτης ανάγκης.
"Many families choose a day nursery that focuses on early childhood education."
Ο όρος "nursery" προέρχεται από τη λατινική λέξη "nutricia", που σημαίνει "θρεπτική". Με την πάροδο του χρόνου, η λέξη έχει εξελιχθεί για να αναφέρεται σε χώρους που προσφέρουν φροντίδα για βρέφη και μικρά παιδιά.
Συνώνυμα: - παιδικός σταθμός - βρεφονηπιακός υπηρέτης
Αντώνυμα: - ηλιακό σχολείο (sun school) - δημοτικό σχολείο (primary school)