"Daylight robbery" είναι μια φράση που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό.
/ˈdeɪlaɪt ˈrɒbəri/
Η φράση "daylight robbery" αναφέρεται σε μια κλοπή ή αδικία που διαπράττεται δημόσια, συχνά με προφανή τρόπο, ή σε μια κατάσταση όπου κάποιος πληρώνει μια υπερβολική τιμή για ένα προϊόν ή υπηρεσία, η οποία θεωρείται απατηλή. Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται ως ισχυρή έκφραση για να εκφράσει δυσαρέσκεια σχετικά με την αδικία ή εξωφρενικές χρεώσεις.
Η φράση χρησιμοποιείται συχνά σε καθημερινή ομιλία και γραπτό λόγο. Είναι πιο συνηθισμένη σε προφορικές συζητήσεις, ειδικά όταν οι άνθρωποι εκφράζουν συναισθήματα θυμού ή απογοήτευσης.
"Οι τιμές σε εκείνο το εστιατόριο είναι κλοπή στα φως της ημέρας."
"I can't believe they charged me so much for that. It's daylight robbery!"
"Δεν μπορώ να πιστέψω ότι μου χρέωσαν τόσα πολλά για αυτό. Είναι δημόσια κλοπή!"
"He called it daylight robbery when he found out what they did."
Η φράση "daylight robbery" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως όταν οι άνθρωποι θέλουν να εκφράσουν την αίσθηση ότι κάτι είναι άδικο ή υπερβολικά ακριβό:
"Αυτή η χρέωση υπηρεσίας δεν είναι τίποτα άλλο παρά δημόσια κλοπή!"
"Paying $100 for that shirt felt like daylight robbery."
"Το να πληρώσω 100 δολάρια για εκείνη τη μπλούζα φάνηκε σαν κλοπή στα φως της ημέρας."
"When the tickets went up to fifty dollars, everyone agreed it was daylight robbery."
"Όταν τα εισιτήρια ανέβηκαν στα πενήντα δολάρια, όλοι συμφώνησαν ότι ήταν δημόσια κλοπή."
"The taxes imposed by the government are often considered daylight robbery by the citizens."
"Οι φόροι που επιβάλλει η κυβέρνηση θεωρούνται συχνά κλοπή στα φως της ημέρας από τους πολίτες."
"Many consumers view the recent price hikes as daylight robbery."
Η φράση προέρχεται από τη βρετανική αγγλική γλώσσα και χρησιμοποιείται από τις αρχές του 20ού αιώνα. Η έννοια της φωτεινής ημέρας ενισχύει την αίσθηση της προφανής και απροκάλυπτης κλοπής.
Συνώνυμα: - Public theft - Open robbery - Overcharging
Αντώνυμα: - Fair pricing - Justice - Honesty