Dazzled είναι ένα ρήμα στο παρελθόν, προερχόμενο από το ρήμα "dazzle".
/ˈdæzəld/
Η λέξη "dazzled" περιγράφει την κατάσταση κατά την οποία κάποιος νιώθει εντυπωσιασμένος ή παρασυρμένος από κάτι φωτεινό ή εντυπωσιακό. Μπορεί να χρησιμοποιείται και σε μεταφορική έννοια για την περιγραφή ενός ισχυρού συναισθήματος εντυπωσιασμού, όπως όταν κάποιος αντικρίζει κάτι υποδειγματικό ή εξαιρετικό. Χρησιμοποιείται συχνά και στους δύο τύπους λόγου, αλλά συναντάται πιο συχνά σε γραπτό περιεχόμενο.
Ήταν θαμπωμένη από τα φωτεινά φώτα της πόλης.
He felt dazzled after watching the spectacular fireworks display.
Η λέξη "dazzled" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι ευρέως γνωστές:
Πολλοί νέοι ηθοποιοί θαμπώνονται από τη φήμη και την τύχη.
Dazzled with beauty: He was dazzled with her beauty and couldn't find the right words.
Ήταν θαμπωμένος από την ομορφιά της και δεν μπορούσε να βρει τις κατάλληλες λέξεις.
Dazzled into silence: The speech left the audience dazzled into silence.
Η λέξη "dazzle" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "daswen", που σημαίνει "να θολώνεις την όραση". Η χρήση της λέξης ως ρήμα καταγράφεται από τον 14ο αιώνα.
Συνώνυμα: - astonished - amazed - stunned
Αντώνυμα: - unimpressed - indifferent - bored