Επίθετο
/dɪˈsiː kənˌtroʊld/
Η φράση "dc-controlled" αναφέρεται σε συσκευές, μηχανές ή συστήματα τα οποία ελέγχονται από ρεύμα συνεχούς τάσης (Direct Current - DC). Αυτού του είδους οι έλεγχοι χρησιμοποιούνται ευρέως σε ηλεκτρονικές συσκευές, βιομηχανικούς ελέγχους και μονάδες αυτοματισμού.
Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή στην τεχνολογία και την ηλεκτρολογία, μπορεί να χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, όπως τεχνικά κείμενα, εγχειρίδια και έγγραφα, παρά στον προφορικό λόγο.
The motor is dc-controlled for better efficiency.
(Ο κινητήρας είναι ελεγχόμενος από DC για καλύτερη απόδοση.)
The dc-controlled system allows for precise regulation of power.
(Το σύστημα που ελέγχεται από DC επιτρέπει ακριβή ρύθμιση της ενέργειας.)
Η συγκεκριμένη φράση "dc-controlled" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, σχετικές τεχνικές εκφράσεις ή εκφράσεις που περιλαμβάνουν τη χρήση DC περιλαμβάνουν:
"DC-controlled devices" are essential for modern robotics.
(Οι συσκευές που ελέγχονται από DC είναι απαραίτητες για τη σύγχρονη ρομποτική.)
Using "dc-controlled systems" can greatly enhance system reliability.
(Η χρήση συστημάτων που ελέγχονται από DC μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την αξιοπιστία του συστήματος.)
In audio technology, "dc-controlled amplification" provides clear sound quality.
(Στην τεχνολογία ήχου, η ενίσχυση που ελέγχεται από DC παρέχει καθαρή ποιότητα ήχου.)
"DC-controlled circuits" are widely used in renewable energy systems.
(Τα κυκλώματα που ελέγχονται από DC χρησιμοποιούνται ευρέως σε ανανεώσιμες ενεργειακές συστήματα.)
Ο όρος "dc-controlled" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, όπου "DC" είναι η συντομογραφία του "Direct Current" (Άμεση Τρέχουσα), και ο όρος "controlled" προέρχεται από το λατινικό "contrāollāre" που σημαίνει "να ελέγχεις".
Συνώνυμα: - Direct Current controlled - Constant voltage controlled
Αντώνυμα: - AC-controlled (ελεγχόμενο από εναλλασσόμενο ρεύμα) - Uncontrolled (μη ελεγχόμενο)