Το "de-escalatory" αναφέρεται σε διαδικασίες, ενέργειες ή στρατηγικές που αποσκοπούν στη μείωση της έντασης, της σύγκρουσης ή της κατάστασης της αναταραχής. Χρησιμοποιείται συχνά σε συμφραζόμενα που αφορούν πολιτική, διαπραγματεύσεις, ή διαχείριση συγκρούσεων. Η συχνότητα χρήσης του είναι περισσότερη στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.
Οι διευθυντές υλοποίησαν μια αποκλιμακωτική στρατηγική για να μειώσουν τις εντάσεις στον χώρο εργασίας.
The diplomats focused on de-escalatory measures during the negotiations.
Η λέξη "de-escalatory" μπορεί να χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε σταθμισμένα συμφραζόμενα σχετιζόμενα με πολέμους και διαπραγματεύσεις. Ορισμένες παραδείγματα είναι:
Η αποκλιμακωτική προσέγγιση οδήγησε σε μια επιτυχημένη επίλυση της κρίσης.
In conflict zones, de-escalatory actions are crucial for peace.
Σε περιοχές συγκρούσεων, οι αποκλιμακωτικές ενέργειες είναι κρίσιμες για την ειρήνη.
He advocated for de-escalatory dialogues between opposing sides.
Υποστήριξε τους αποκλιμακωτικούς διαλόγους μεταξύ των αντίθετων πλευρών.
The committee recommended several de-escalatory policies to prevent violence.
Η λέξη "de-escalatory" προέρχεται από το πρόθεμα "de-", που σημαίνει "μείωση" ή "καταστολή", και "escalate", το οποίο προέρχεται από το λατινικό "scala", που σημαίνει "σκάλες". Σημαίνει κυριολεκτικά την "μείωση της έντασης" ή τη "μείωση της κλίμακας".