"Dead earth" είναι عبارة που λειτουργεί ως ουσιαστική φράση.
/fɛd ɜrθ/
Η φράση "dead earth" αναφέρεται συνήθως σε περιοχές που έχουν υποστεί σοβαρή υποβάθμιση ή ρύπανση, καθιστώντας τις ακατάλληλες για ζωή ή φύτευση. Αν μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε μεταφορικό επίπεδο για να περιγράψει καταστάσεις ή συνθήκες που είναι υποτονικές ή χωρίς ζωή.
Χρήση: Η φράση χρησιμοποιείται σε ποικιλία πλαισίων, συμπεριλαμβανομένων επιστημονικών, περιβαλλοντικών και λογοτεχνικών κειμένων. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά χαμηλή και εμφανίζεται κυρίως σε γραπτό λόγο.
Η εγκαταλελειμμένη φάρμα μετατράπηκε σε νεκρή γη μετά από χρόνια αμέλειας.
The effects of pollution have left parts of the city as dead earth.
Οι επιπτώσεις της ρύπανσης άφησαν μέρη της πόλης ως νεκρή γη.
Climate change is transforming once fertile regions into dead earth.
Η φράση "dead earth" δεν είναι συχνά χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλάση μεταφορά για την περιγραφή θλίψης ή χαμηλής δραστηριότητας μπορεί να ενσωματώσει την έννοια της.
Μετά την κρίση, η οικονομία φάνηκε σαν νεκρή γη, χωρίς ανάπτυξη.
His enthusiasm for the project vanished, leaving it as dead earth.
Ο ενθουσιασμός του για το έργο χάθηκε, αφήνοντάς το ως νεκρή γη.
The once vibrant town felt like dead earth after the factory closed.
Η λέξη "dead" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη "ded", που σημαίνει "χωρίς ζωή", και η λέξη "earth" προέρχεται από την αρχαία Αγγλική "eorðe", που αναφέρεται στο έδαφος ή τη γη.
Συνώνυμα: - lifeless land - barren land
Αντώνυμα: - fertile soil - thriving land