"Dead short" είναι φράση που λειτουργεί ως επίθετο στον αγγλικό λόγο.
/dɛd ʃɔːrt/
Η φράση "dead short" χρησιμοποιείται κυρίως στον τεχνικό και ηλεκτονικό τομέα για να περιγράψει μια κατάσταση όπου υπάρχει άμεση σύνδεση που απαγορεύει οποιαδήποτε αντίσταση. Σημαίνει ότι ο κύκλος ηλεκτρικής ροής είναι κλειστός με πλήρη διαδρομή χωρίς καμία αντίσταση. Η συχνότητα χρήσης είναι συνήθως υψηλή σε τεχνικά κείμενα, ενώ δεν είναι τόσο κοινή στον προφορικό λόγο.
Ο κύκλος λειτουργούσε μέχρι να δημιουργήσει κάποιος μία άμεση σύνδεση.
Repairing a dead short requires careful handling of the wires.
Η επισκευή μιας ακαριαίας σύνδεσης απαιτεί προσεκτική χειρισμό των καλωδίων.
He didn’t realize he had created a dead short in the circuit.
Η φράση "dead short" δεν είναι τόσο δημοφιλής σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά κάποιες σχετικές εκφράσεις που χρησιμοποιούν τη λέξη "short" περιλαμβάνουν:
Αυτή η συνάντηση ήταν άμεση και διασκεδαστική, φτάνοντας κατευθείαν στο σημείο.
Short on time
I'm short on time, so I need to finish this quickly.
Είμαι περιορισμένος σε χρόνο, οπότε πρέπει να το τελειώσω γρήγορα.
Cut short
The speech was cut short due to technical difficulties.
Η λέξη "dead" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "dead", που σημαίνει "χωρίς ζωή", και η λέξη "short" προέρχεται από την αρχαία γαλλική λέξη "cort", που σημαίνει "μικρός ή σύντομος".