Το "dead sleep" είναι ένα φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/ˈdɛd sliːp/
Ο όρος "dead sleep" αναφέρεται σε μια κατάσταση πολύ βαθύ ύπνου, όπου ο άνθρωπος είναι δύσκολα ή καθόλου ενοχλητός. Όταν κάποιος βρίσκεται σε "dead sleep", είναι σε μια κατάσταση αναζωογόνησης και είναι σχεδόν αδύνατο να ξυπνήσει ή να αντιδράσει σε εξωτερικούς θορύβους ή ερεθίσματα.
Στη γλώσσα Αγγλικά, χρησιμοποιείται συχνά σε καθημερινές συνομιλίες και σε γραπτές περιγραφές για να υποδηλώσει την κατάσταση αυτή. Η χρήση του είναι πιο συνηθισμένη στον προφορικό λόγο.
Ήταν σε βαθειά ύπνο όταν χτύπησε το ξυπνητήρι.
I couldn't wake her up from her dead sleep.
Δεν μπορούσα να την ξυπνήσω από τον βαθύ ύπνο της.
After the long day, he fell into a dead sleep almost immediately.
Ο όρος "dead sleep" χρησιμοποιείται λιγότερο ως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί σε διάφορα συμφραζόμενα:
Ξαφνικά κοιμήθηκε, σε βαθειά ύπνο.
He fell into a dead sleep as soon as his head hit the pillow.
Έπεσε σε πλήρη ύπνο μόλις το κεφάλι του χτύπησε το μαξιλάρι.
She was in a dead sleep, oblivious to the noise around her.
Ήταν σε βαθύ ύπνο, ανίδεη στους θορύβους γύρω της.
The baby was in a dead sleep, making it hard to transfer her to the crib.
Η λέξη "dead" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "deað," που σημαίνει "θάνατος," και χρησιμοποιείται εδώ μεταφορικά για να υποδηλώσει έλλειψη δραστηριότητας ή συνείδησης. Η λέξη "sleep" προέρχεται από την παλιά αγγλική λέξη "slǣp," η οποία αναφερόταν στην κατάσταση του ύπνου.
Συνώνυμα: - Deep sleep (βαθείά ύπνος) - Sound sleep (ήσυχος ύπνος)
Αντώνυμα: - Light sleep (ελαφρύς ύπνος) - Insomnia (αϋπνία)