Η φράση "dead tired" λειτουργεί ως επίθετο.
/dɛd taɪərd/
Η φράση "dead tired" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι πολύ κουρασμένος ή εξαντλημένος. Εμφανίζει έντονη αίσθηση κόπωσης και συχνά χρησιμοποιείται σε καθημερινή συνομιλία. Η χρήση της φράσης είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε γραπτό κείμενο.
I am dead tired after working all day.
(Είμαι νεκρά κουρασμένος μετά από όλη μέρα δουλειάς.)
She looked dead tired after the long flight.
(Φαινόταν εξαντλημένη μετά την πολύωρη πτήση.)
Η φράση "dead tired" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις.
By the time I got home, I was dead tired.
(Μέχρι να φτάσω σπίτι, ήμουν νεκρά κουρασμένος.)
After the hike, we were all dead tired.
(Μετά την πεζοπορία, ήμασταν όλοι εξαντλημένοι.)
He's been working overtime all week, so he's dead tired now.
(Έχει δουλέψει υπερωρίες όλη την εβδομάδα, οπότε είναι τώρα εξαντλημένος.)
I can't believe how dead tired I am after that workout.
(Δε μπορώ να πιστέψω πόσο κουρασμένος είμαι μετά από εκείνη την προπόνηση.)
Η λέξη "dead" σε αυτή τη χρήση προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "dead" που σημαίνει "χωρίς ζωή" και χρησιμοποιείται για να δηλώσει το άκρο της κατάστασης. Η λέξη "tired" έχει ρίζες στη μεσαία αγγλική λέξη "tired" (κορεσμένος, κουρασμένος) που προέρχεται από το παλαιό αγγλικό "tēorian."