Dead-well λειτουργεί ως όρος που χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της γεωλογίας ή πετρολόγίας. Είναι όρος σύνθετος που περιλαμβάνει το ουσιαστικό "well" με τον επίθετο "dead."
/ˈdɛd.wɛl/
Η φράση dead-well αναφέρεται σε μια γεώτρηση ή πηγή που δεν παράγει πλέον νερό ή άλλους φυσικούς πόρους. Μπορεί επίσης να υποδηλώνει μια γεώτρηση που δεν είναι πλέον ενεργή ή έχει εξαντληθεί.
Χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά και επιστημονικά κείμενα, συχνά σε γεωλογικές ή περιβαλλοντικές μελέτες. Η συχνότητα χρήσης της είναι μεγαλύτερη σε γραπτά κείμενα παρά σε προφορικό λόγο, καθώς αφορά περισσότερο τεχνική ορολογία.
Η νεκρή πηγή εγκαταλείφθηκε αφού δεν παράγει πόρους.
Engineers are studying the effects of dead-wells on groundwater levels.
Οι μηχανικοί μελετούν τις επιδράσεις των νεκρών πηγών στα επίπεδα των υπογείων υδάτων.
After years of inactivity, the dead-well was finally filled to prevent accidents.
Η φράση dead-well δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται ιδιαίτερα σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, μπορεί να εμφανίζεται μερικές φορές σε ειδικά συμφραζόμενα γεωλογίας ή πετρελαϊκής βιομηχανίας.
Η λέξη "dead" προέρχεται από το αρχαίο αγγλικό "dēad", που σημαίνει "χωρίς ζωή," ενώ η λέξη "well" προέρχεται από το αρχαίο αγγλικό "wella," που σημαίνει "πηγή νερού." Η σύνθεση τους αναφέρεται στην κατάσταση μιας πηγής που έχει εξαντληθεί ή έχει σταματήσει τη λειτουργία της.
Συνώνυμα - Inactive well (ανενεργή πηγή) - Abandoned well (εγκαταλελειμμένη πηγή)
Αντώνυμα - Active well (ενεργή πηγή) - Productive well (παραγωγική πηγή)